Ελληνική γαλακτοκομία: ‘μοχλός’ εξόδου μας από την κρίση
Άρθρο του Δρ. Θεόφιλου Μασούρα *
Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν σημαντικό μέσο πρόσληψης πολλών θρεπτικών συστατικών που συμβάλλουν σε μια υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή, καθώς περιέχουν ένα ευρύ φάσμα θρεπτικών στοιχείων, όπως λ.χ. πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, ασβέστιο κ.ά.
Το βιολογικά διαθέσιμο ασβέστιο του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι απαραίτητο σε φυσιολογικά επίπεδα, αφού εκτός από τη δημιουργία και διατήρηση της υγείας των οστών, συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στις διάφορες μεταβολικές διεργασίες του οργανισμού. Είναι πολύ σημαντικό να τονισθεί ότι το ποσοστό κάλυψης των αναγκών αυτών εξαρτάται τόσο από την ποσότητα, όσο και τη συχνότητα κατανάλωσης των προϊόντων από τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες (λ.χ. παιδιά, ενήλικες, έγκυοι κ.ά).
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει οι διατροφικές οδηγίες να δίνονται με γνώμονα τη πληθυσμιακή ομάδα και με στόχο τη διαμόρφωση ενός ισορροπημένου διαιτολογίου. Είναι επιβεβλημένη λοιπόν, για αποφυγή της σύγχυσης των καταναλωτών, μια διεπιστημονική προσέγγιση του θέματος από διάφορες ομάδες επιστημόνων υγείας και διατροφής, επιστήμης και τεχνολογίας γάλακτος κ.ο.κ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) θεωρείται περιοχή με ιδιαίτερα αναπτυγμένη γαλακτοκομία. Συμβάλλει δε, στην παγκόσμια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος σε ποσοστό 24,9%, του γίδινου 17,9% και του πρόβειου 18,4%. Στον αντίποδα, η παραγωγή της σε βουβαλινό θεωρείται ασήμαντη και περιορίζεται στην Ιταλία. Χαρακτηριστικό της γαλακτοπαραγωγής της Ε.Ε. είναι η κυριαρχία του αγελαδινού γάλακτος, περίπου 97%, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα μικρή συμμετοχή των άλλων ειδών.
Ελλάδα: στο παγκόσμιο top-5
Η Ελλάδα είναι χώρα με μεγάλη παράδοση στην κτηνοτροφία, ειδικότερα σε αυτή των μικρών μηρυκαστικών (αιγοπροβατοτροφία). Ο τομέας της γαλακτοκομίας έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο για τη γεωργική όσο και την εθνική μας οικονομία, καθώς εφοδιάζει τον πληθυσμό με προϊόντα υψηλής βιολογικής αξίας και ταυτόχρονα προσφέρει απασχόληση σε χιλιάδες οικογένειες.
Αυτό γίνεται αντιληπτό από τα στοιχεία που δείχνουν ότι περίπου 115.000 οικογένειες ασχολούνται με την κτηνοτροφία και πάνω από 300.000 άτομα βρίσκουν μερική ή ολική απασχόληση στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής του γάλακτος. Το ζωικό κεφάλαιο της χώρας μας αποτελείται από 14 εκατομμύρια αιγοπρόβατα (9,5 εκατομμύρια πρόβατα και 4,5 εκατομμύρια αίγες), τα οποία και αποτελούν το 12% των προβάτων και το 48% των αιγών στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και 154.000 αγελάδες γαλακτοπαραγωγής (0,6% της Ε.Ε). Σε κάθε δύο Έλληνες αντιστοιχούν 2 πρόβατα και μια γίδα!
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η χώρα μας συμβάλλει ελάχιστα, στη διαμόρφωση της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος της Ε.Ε. Αντίθετα, η συμβολή της σε πρόβειο και αίγειο είναι σημαντική και κατέχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της Κοινότητας. Αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο η συμβολή της χώρας σε πρόβειο και αίγειο γάλα είναι σημαντική, καθότι καταλαμβάνει την τέταρτη και την πέμπτη θέση μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου. Έχουμε τη μεγαλύτερη κατά κάτοικο παραγωγή σε πρόβειο και σε αίγειο γάλα στον κόσμο.
Η ετήσια ελληνική γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται περίπου σε 1.800.000 τόνους εκ των οποίων 1.210.000 τόνοι (650.000 τόνοι αγελαδινού και 560.000 τόνοι πρόβειου-αίγειου) αξιοποιείται από τις 973 -περίπου- μονάδες επεξεργασίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Από αυτές, οι 605 δραστηριοποιούνται στην παραγωγή τυροκομικών προϊόντων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι μικρού μεγέθους (ετήσια παραγωγή κάτω των 100 τόνων), δείγμα της μεγάλης διασποράς και της χαμηλής συγκέντρωσης επιχειρήσεων στον κλάδο. Αρκεί να σημειωθεί πως μόλις τρεις επιχειρήσεις είχαν ετήσια παραγωγή άνω των 10.000 τόνων! Το παραγόμενο πρόβειο και αίγειο γάλα κατευθύνεται σε διάφορες χρήσεις µε κύρια την παραγωγή τυριών (90%), ενώ το αγελαδινό για εμφιάλωση σε ποσοστό 80%.
Από το σύνολο του παραγομένου γάλακτος παρασκευάζονται ετησίως περίπου 160-180.000 τόνοι τυριών, εκ των οποίων το 90% παράγονται από αιγοπρόβειο γάλα. Το 57% των παραγομένων τυριών είναι τυριά Προστασίας Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), με τη φέτα να καταλαμβάνει το 90%.
‘Aκτινογραφία’ της εγχώριας αγοράς
Βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν. Η πλειοψηφία αυτών περιλαμβάνει μονάδες μικρού κυρίως μεγέθους και παραγωγικής δυναμικότητας, δηλαδή μικρές βιοτεχνικές επιχειρήσεις και γεωργικές εκμεταλλεύσεις, με ανάλογα χαρακτηριστικά. Οι επιχειρήσεις αυτές απευθύνονται σε τοπικό κυρίως επίπεδο, παράγοντας “παραδοσιακά” προϊόντα.
Οι μεγάλου μεγέθους παραγωγικές μονάδες καλύπτουν σημαντικό μέρος της εγχώριας αγοράς. Πρόκειται για μονάδες οι οποίες διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και οι οποίες για την παραγωγική τους διαδικασία ακολουθούν σύγχρονα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας (HACCP, ISO, κ.ά). Αρκετές δε, έχουν αναπτύξει και σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Σημειώνεται επίσης ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, συνολικά ο παραγωγικός τομέας έχει αναβαθμιστεί σημαντικά, με επίκεντρο την τυποποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, την αποτελεσματικότερη διαχείριση και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, προσφέροντας έτσι ποικιλία κατηγοριών τυροκομικών προϊόντων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, σε σύνολο 973 επιχειρήσεων γαλακτοκομικών προϊόντων (διαθέτουν κωδικό ΕΦΕΤ), ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή τυροκομικών προϊόντων φτάνει στις 605 επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες (340) είναι μικρού μεγέθους με ετήσια παραγωγή κάτω των 100 τόνων. Δείγμα της μεγάλης διασποράς και της χαμηλής συγκέντρωσης επιχειρήσεων στον κλάδο. Μόλις τρεις επιχειρήσεις είχαν ετήσια παραγωγή άνω των 10.000 τόνων.
Κατανάλωση τυροκομικών
Όσο για την εγχώρια κατανάλωση τυροκομικών προϊόντων εκτιμάται ότι κυμαίνεται στους 360 χιλιάδες τόνους. Ο βαθμός αυτάρκειας της αγοράς ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα, καθώς τα ελληνικά προϊόντα καλύπτουν το 74-75% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης τυριών την τελευταία πενταετία, ενώ οι εισαγωγές συμμετείχαν με το υπόλοιπο 25-26%.
Παράλληλα, οι εισαγωγές καλύπτουν το 24-33% περίπου του συνολικού μεγέθους της αγοράς, ενώ οι εξαγωγές αντιπροσώπευσαν το 10-14,4% της συνολικής παραγωγής τυριών. Η φέτα, ο τελεμές και άλλα μαλακά τυριά καλύπτουν περίπου το 51% της συνολικής κατανάλωσης, ακολουθούν τα ημίσκληρα και σκληρά με 17% και τα τυριά τυρογάλακτος με 7%. Μέρος των τυροκομικών προϊόντων διατίθεται σε τυποποιημένη μορφή, η κατανάλωση των οποίων καλύπτει περίπου το 7%-8% της συνολικής. Τον υψηλότερο βαθμό τυποποίησης παρουσιάζουν τα ημίσκληρα τυριά, ενώ στη συνολική παραγωγή συσκευασμένων τυριών η φέτα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Είμαστε οι μεγαλύτεροι καταναλωτές τυριών στον κόσμο με μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση 31 κιλά! Η χώρα μας έχει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως το κλίμα, την τοπική ιδιομορφία της βλάστησης, τις αυτόχθονες προσαρμοσμένες φυλές ζώων, αλλά και την παρουσία ενός σημαντικού αριθμού παραδοσιακά εξειδικευμένων οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, με εμπειρία και δυναμισμό, τα οποία πρέπει να εκμεταλλευτούμε και να στηρίξουμε.
Η διατήρηση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος πρέπει να είναι κύριο και πρωταρχικό μέλημα όσων ασχολούνται με τον τομέα της γαλακτοκομίας. Η προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης των μειονεκτικών και απομακρυσμένων περιοχών, αυξάνοντας την αναγνωρισιμότητα των προϊόντων και επομένως το εισόδημα των παραγωγών. Ταυτόχρονα, οι προστατευόμενες ονομασίες κατοχυρώνουν και τους καταναλωτές, σχετικά με την προέλευση των προϊόντων που αγοράζουν.
Μέτρα στήριξης
Η ελληνική γαλακτοκομία παρουσιάζει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και αδυναμίες. Για να συνεχίσει να υπάρχει η γαλακτοκομία μας, ενδεχόμενα και να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας, θα πρέπει άμεσα να γίνουν βελτιωτικές παρεμβάσεις σε όλη την αλυσίδα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων: Από το στάβλο στο τραπέζι! Ποιες μπορεί να είναι αυτές;
- Αλλαγή στη δομή και το μέγεθος των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
- Βελτίωση των συνθηκών άσκησης της κτηνοτροφίας, ιδιαίτερα της αιγοπροβατοτροφίας.
- Εξυγίανση των γαλακτοπαραγωγών ζώων. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.
- Λήψη νομοθετικών μέτρων για την καλύτερη αξιοποίηση των βοσκοτόπων, ιδιαίτερα αυτών που χρησιμοποιούν τα αιγοπρόβατα.
- Βελτίωση των μέσων και του εξοπλισμού των κτηνοτροφικών μονάδων ώστε να γίνει πιο άνετη η ζωή των κτηνοτρόφων και να βελτιωθεί η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
- Μείωση του κόστους παραγωγής του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.
- Λήψη μέτρων για την αναβάθμιση της ποιότητας του γάλακτος και των προϊόντων του
- Χορήγηση σήματος ποιότητας σε όσους καλύπτουν τις απαιτήσεις την νομοθεσίας.
- Λειτουργία δομών επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης κτηνοτρόφων και των τυροκόμων, επιστημονική και τεχνική στήριξή τους μέσω συμβουλευτικών υπηρεσιών και ενημέρωσή τους στις σύγχρονες μεθόδους για την πιο αποτελεσματική λειτουργία των εκμεταλλεύσεων τους.
- Ενίσχυση των οργανώσεων παραγωγών και Διεπαγγελματικών Οργανώσεων. Η Δημιουργία Διεπαγγελματικής Οργάνωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων είναι μονόδρομος για την προστασία, προβολή και διαχείριση των γαλακτοκομικών προϊόντων και κυρίως των Προϊόντων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π).
- Προώθηση της οριζόντιας και κάθετης συνεργασίας μεταξύ φορέων της αλυσίδας εφοδιασμού, των βραχειών αλυσίδων εφοδιασμού και των τοπικών αγορών.
- Οργάνωση συστηματικών ελέγχων σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας.
- Στήριξη της έρευνας και της καινοτομίας και διασύνδεσή τους με την πρακτική εφαρμογή στον γεωργικό τομέα. Χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων για την επίλυση προβλημάτων. Ο αγροτικός τομέας δεν θα τα καταφέρει να αναπτυχθεί αν δεν κάνει χρήση της επιστήμης και της καινοτομίας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αναδείξουμε την ποιότητα των προϊόντων μας, και να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας.
- Ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ ποιοτικής γεωργικής και αγροδιατροφικής παραγωγής, αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης και ανάδειξης του τοπικού φυσικού και πολιτιστικού τοπίου.
* Ο Θεόφιλος Μασούρας είναι επίκουρος Καθηγητής Γαλακτοκομίας, Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής του Ανθρώπου, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του Dairy News, Δεκέμβριος 2015. Στην κεντρική φωτογραφία το εργοστάσιο της συνεταιριστικής L’ Ami στη Λαμία.