Η ‘ καθαρή ετικέτα’, τάση η οποία κυριαρχεί έντονα στη σύγχρονη ατζέντα της βιομηχανίας τροφίμων δεν είναι τόσο πολύ μια τάση πια, όσο ένα ‘κίνημα’ που απασχολεί όλο και περισσότερους παραγωγούς, μεταποιητές κι εμπόρους γαλακτοκομικών προϊόντων. Και, φυσικά, καταναλωτές.
Με τους καταναλωτές να είναι πολύ σαφείς στο τι είναι αυτό που θέλουν, οι περισσότεροι κατασκευαστές τροφίμων δίνουν μεγάλη σημασία στο κίνημα της ‘καθαρής ετικέτας’ και απαντούν σε αυτό το αίτημα: α) με καινοτόμα προϊόντα, β) με μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με το τι συστατικά χρησιμοποιούν και γ) αλλάζοντας κάποια συστατικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, με όλα αυτά μαζί.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, οι ‘καθαρές ετικέτες’ εμφανίζονται όλο και συχνότερα στα λανσαρίσματα γαλακτοκομικών προϊόντων στη Βόρεια Αμερική, σύμφωνα με την έρευνα του οργανισμού Innova Insights Market που εδρεύει στην Ολλανδία. Τα λανσαρίσματα των νέων προϊόντων παρακολουθούνται όσο αφορά στους ισχυρισμούς που αναγράφονται στις ετικέτες τους, όπως «Δεν χρησιμοποιούνται αυξητικές ορμόνες ή αντιβιοτικά» – τέτοια λανσαρίσματα αυξάνονται με ρυθμό 9% ετησίως. Μάλιστα σε ορισμένες υποκατηγορίες προϊόντων, όπως ροφήματα με βάση το γιαούρτι, μέσα στο 2015, το ένα τρίτο των νέων προϊόντων φέρουν τέτοιου είδους ετικέτες.
Σύμφωνα με το φορέα Innova, ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος ισχυρισμός σε ετικέτας στην κατηγορία των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι «Χωρίς πρόσθετα και συντηρητικά». Είναι ο ισχυρισμός που εμφανίζεται πιο συχνά κατά τη διάρκεια του τελευταίου κύματος ανάπτυξης των γαλακτοβιομηχανιών από το 2011 έως το 2015. Και σύμφωνα με τις αναλύσεις μέσων ενημέρωσης, ο ισχυρισμός ‘Φυσικό’ (Natural) χρησιμοποιείται λιγότερο αυτό το διάστημα.
Δίνοντας ‘υποσχέσεις’
Τον Απρίλιο του 2015, δύο κορυφαίοι επεξεργαστές γαλακτοκομικών προϊόντων έδωσαν «υποσχέσεις» στους καταναλωτές ότι θα κάνουν τα προϊόντα τους καθαρότερα. Η Nestlé Dreyers Ice Cream από το Όκλαντ της Καλιφόρνια, ανακοίνωσε την απομάκρυνση ορισμένων συστατικών από έξι μάρκες της (Edy’ s, Häagen-Dazs, Skinny Cow κ.ά.) και μεταξύ αυτών το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης. Από την άλλη, η εταιρεία Dannon, με έδρα τη Νέα Υόρκη, ανακοίνωσε τη δέσμευσή της για αειφόρο γεωργία, πιο φυσικά συστατικά και μεγαλύτερη διαφάνεια στην παραγωγή των προϊόντων της.
Για τη Nestle, η έμφαση θα δοθεί στην απλοποίηση των ετικετών που αναγράφουν συστατικά σε περισσότερα από 100 προϊόντα. Στις κινήσεις της πολυεθνικής εταιρείας αναμένεται να συμπεριληφθούν η απομάκρυνση των τεχνητών χρωμάτων και γεύσεων και οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί. Η εταιρεία θα χρησιμοποιήσει επίσης γάλα από αγελάδες που δεν θα τους χορηγείται rBST (σωματοτροπίνη των βοοειδών). Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε για την αμερικανική αγορά, η πολυεθνική εταιρεία υποστηρίζει ότι « θα προσθέσει περισσότερα πραγματικά φρούτα ή χυμούς φρούτων και θα μειώσει το σάκχαρο κατά μέσο όρο κατά 11% σε επιλεγμένα προϊόντα». Το Δεκέμβριο του 2015, η Nestle ανακοίνωσε επίσης ότι θα χρησιμοποιεί πλέον αυγά από κότες ελευθέρας βοσκής σε όλα τα προϊόντα τροφίμων στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των παγωτών· αυτό όμως κάτι που θα πραγματοποιηθεί μέσα στην επόμενη πενταετία.
H Dannon, θυγατρική της επίσης πολυεθνικής Danone, υποσχέθηκε στους αγρότες, τους πελάτες λιανικής και τους καταναλωτές της την περαιτέρω βελτίωση των πρακτικών της αειφόρου γεωργίας για την γαλακτοπαραγωγή της. Υποσχέθηκε παράλληλα ότι θα αυξηθεί η διαφάνεια για το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της και ότι θα χρησιμοποιεί στο μέλλον περισσότερα φυσικά συστατικά (μη συνθετικά και μη-γεννετικά τροποποιημένοι οργανισμοί/ ΓΤΟ) για τις τρεις εμβληματικές μάρκες της: Dannon, Oikos και Danimals.
Η Dannon δεσμεύεται επίσης ότι για αυτές τις μάρκες η τροφή των αγελάδων «δεν θα περιέχει ΓΤΟ» μέσα σε μια μεταβατική περίοδο τριών ετών. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία παραγωγής μη βιολογικού γιαουρτιού δεσμεύεται για κάτι τέτοιο. Για να διασφαλιστεί η πλήρης διαφάνεια για τους καταναλωτές, η εταιρεία δεσμεύεται επίσης να δηλώνει σε όλες τις ετικέτες των προϊόντων της, την παρουσία ή μη συστατικών ΓΤΟ, από τον Δεκέμβριο του 2017.
Η αύξηση των βιολογικών
Οι πωλήσεις των βιολογικών προϊόντων (τρόφιμα και μη) στις Ηνωμένες Πολιτείες έσπασαν το 2014 κάθε ρεκόρ και ανήλθαν σε 39,1 δισ. δολάρια παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 11,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Organic Trade Association (OTA) με έδρα την Ουάσινγκτον. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα βιολογικά γαλακτοκομικά προϊόντα σημείωσαν άλμα σχεδόν 11% στις πωλήσεις το 2015 κι αντιπροσωπεύουν τζίρο 5,46 δισ. δολαρίων· θεωρείται το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης για την κατηγορία εδώ και έξι χρόνια. Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος – κυρίως στην προμήθεια των βιολογικών συστατικών- οι πωλήσεις των βιολογικών τροφίμων το 2014, ανήλθαν σε 35,9 δισ. δολάρια· άνοδος κι εδώ κατά 11%.
Την ίδια στιγμή, τα βιολογικά προϊόντα γίνονται όλο και πιο άμεσα διαθέσιμα στα συμβατικά λιανεμπορικά καταστήματα. Μεγάλοι λιανέμποροι όπως τα Kroger και τα Aldi προσπαθούν να προσθέσουν όλο και περισσότερες οργανικές επιλογές σε παντοπωλεία τους· σε ορισμένα από αυτά, ο κατάλογος των διαθέσιμων κωδικών βιολογικών προϊόντων έχει διπλασιαστεί τελευταία. Σύμφωνα με τον Eric Newman, αντιπρόεδρο πωλήσεων στον όμιλο Organic Valley, οι λιανέμποροι βλέπουν στα βιολογικά προϊόντα ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού και μια ευκαιρία ανάπτυξης «Τόσο οι λιανοπωλητές όσο και οι τυποποιητές καταναλωτικών προϊόντων αναγνωρίζουν πλέον ότι πρέπει να εμπλακούν στον τομέα των βιολογικών προϊόντων. Αφιερώνουν όλο και περισσότερο χώρο και επεκτείνουν τις προσφορές τους» σχολιάζει.
Σύμφωνα με την Angela Jagiello, αναπληρώτρια διευθύντρια της ΟΤΑ, καθώς περισσότεροι καταναλωτές επιλέγουν βιολογικά (ότι το 83% των οικογενειών έχουν αγοράσει τουλάχιστον μια φορά ), όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των βιολογικών προϊόντων πωλούνται πλέον μέσω των σουπερμάρκετ. Το στέλεχος της ΟΤΑ, χαρακτήρισε το 2015 σημαδιακή χρονιά, καθώς ήταν η πρώτη φορά που το οργανωμένο λιανεμπόριο στις ΗΠΑ πούλησε περισσότερα βιολογικά προϊόντα απ΄ ότι τα εξειδικευμένα καταστήματα φυσικών προϊόντων. Η A. Jagiello πρόσθεσε ότι «ένας από τους ισχυρότερους τομείς των βιολογικών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα- οι εκτιμήσεις είναι ότι το 40% του βιολογικού γάλακτος ανήκει σε ιδιωτικές ετικέτες».
Καλύτεροι πελάτες οι “Millenials”
Σύμφωνα με την εταιρεία Mintel με έδρα το Σικάγο, οι πωλήσεις των βιολογικών προϊόντων μπορεί να είναι σε άνοδο, αλλά η πραγματική διείσδυση των καταναλωτών φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι στο εξής για τις εταιρείες τροφίμων και τις λιανεμπορικές αλυσίδες, πιο σημαντικό θα είναι όχι η διεύρυνση της καταναλωτικής βάσης αλλά η επέκταση της γκάμας των προϊόντων που αγοράζουν οι πιστοί στα βιολογικά προϊόντα καταναλωτές· από εκεί θα προκύψει μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Οι ‘Millennials’ (οι γεννημένοι από το 1982 μέχρι και το 2000) θεωρούνται σύμφωνα με την Mintel οι καταναλωτές με τις περισσότερες πιθανότητες να αγοράσουν βιολογικά προϊόντα από τα σουπερμάρκετ τύπου Walmart. Όσο οι λιανέμποροι συνεχίζουν να αυξάνουν τη γκάμα των βιολογικών προϊόντων τους, οι Millennials φαίνονται πρόθυμοι να στηρίξουν μάρκες βιολογικών προϊόντων που πωλούνται πέρα κι έξω από το δίκτυο των παραδοσιακών καταστημάτων πώλησης βιολογικών· αντίθετα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία καταναλωτές φαίνεται πως προτιμούν να ψωνίζουν βιολογικά προϊόντα από τα παραδοσιακά καταστήματα τροφίμων.
Δεν είναι όλα όμως …ρόδινα. Η Mintel εξηγεί ότι οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις. Οι καταναλωτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί προς τα βιολογικά λόγω της επικράτησης των φυσικών ισχυρισμών στα συμβατικά προϊόντα, ενώ είναι ελλιπώς ενημερωμένοι. Περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές αντιμετωπίζουν μια ετικέτα που αναφέρει π.χ. «Προϊόν Βιολογικής Γεωργίας» ως …δικαιολογία για ‘τσιμπημένη’ τιμή και μόνο το 42% εμπιστεύεται ότι τα βιολογικά προϊόντα που φέρουν τη σχετική επισήμανση είναι πραγματικά …βιολογικά. «Ως εκ τούτου, οι εταιρείες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους καταναλωτές σε ένα πιο ανοικτό και διαφανή τρόπο για να διατηρηθεί η αξιοπιστία σε αυτή την κάπως μπερδεμένη αγορά» καταλήγει η έρευνα.
Η αγορά είναι έτοιμη για νέα καινοτόμα βιολογικά γαλακτοκομικά προϊόντα τα οποία θα προσελκύσουν την προσοχή των καταναλωτών, προϊόντα με νέα συστατικά, βολική συσκευασία και καινοτόμα γεύση. Η συνολική αγορά των βιολογικών αναπτύσσεται, μεγαλύτερος όμως είναι ο ρυθμός σε μοντέρνα προϊόντα που περιέχουν επιπλέον θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες και μέταλλα. Ειδικά για τον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων οι καταναλωτές στις ΗΠΑ φαίνεται πως ψάχνουν κυρίως για δύο βασικά πράγματα – καθαρά και απλά βιολογικά προϊόντα, χωρίς να αρνούνται όμως τις μοναδικές γεύσεις και τις προϊοντικές καινοτομίες.
“Πραγματικά τρόφιμα” θέλουν οι καταναλωτές
Η επιθυμία του μαζικού κοινού για ‘πραγματικά’ τρόφιμα, για καθαρά και απλά υλικά, φέρνει την προσοχή ξανά στο πλήρες γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πλούσια λιπαρά. Σύμφωνα με στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στα γαλακτοκομικά «οι καταναλωτές ψάχνουν για γαλακτοκομικά προϊόντα με πλήρη λιπαρά τα οποία όμως να είναι νόστιμα, όσο το λιγότερο επεξεργασμένα και, φυσικά, να περιέχουν όσο λιγότερα …σκουπίδια». Υπό αυτό το πρίσμα, γαλακτοκομικά προϊόντα από ζώα που έχουν τραφεί με χορτάρι, με πλήρη λιπαρά και, ενδεχομένως, βιολογικά, είναι στις πρώτες προτιμήσεις των νέων κυρίως καταναλωτών. Αυτοί οι τελευταίοι θέλουν όχι μόνο να γνωρίζουν τι τρώνε, αλλά επίσης, το από πού (και πως…) έρχεται αυτό που τρώνε.
«Παρά το γεγονός ότι τα βιολογικά προϊόντα αναμφισβήτητα γίνονται κυρίαρχη τάση τα τελευταία χρόνια, η σχετική βιομηχανία είναι ακόμα στα σπάργανα και υπάρχει τεράστιο περιθώριο ανάπτυξης» σχολιάζει ο Neal Gottlieb, ιδρυτής της εταιρείας Three Twins Ice Cream η οποία το 2016 λάνσαρε και βιολογικά παγωτά και συμπληρώνει: «Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο δυναμικό ανάπτυξης έχουν τα προϊόντα που τιμολογούνται κοντά στα συμβατικά ανταγωνιστικά τους, αλλά προσφέρουν καλύτερη γεύση και καθαρότερα συστατικά» εξηγεί.
Εν κατακλείδι, εδώ βρίσκεται το επίκεντρο της νέας εποχής στο χώρο των βιολογικών γαλακτοκομικών προϊόντων: “Καθαρά συστατικά”, διατήρηση υψηλών προδιαγραφών, έμφαση στη διαφάνεια, συστηματική εκπαίδευση του κοινού για το τι είναι πραγματικά βιολογικό προϊόν, και αγώνας για τιμολόγηση των προϊόντων με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να το αγοράσει ο κάθε καταναλωτής. Θ.Α.