Σημαντικές αλλαγές, ορισμένες από τις οποίες ευνοούν τους μικρούς παραγωγούς γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, αλλά και μια μεγάλη ευκαιρία για όσους θέλουν δραστηριοποιηθούν στο υπαίθριο εμπόριο έφερε ο νέος Νόμος 4497/2017 για την «Άσκηση υπαίθριων εμπορικών δραστηριοτήτων, εκσυγχρονισμός της Επιμελητηριακής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις». Υπάρχουν όμως κι αυτοί που βλέπουν το νέο μέτρο με καχυποψία.
Υπό το βάρος της ελληνικής αγοράς η οποία στενάζει και ακολουθώντας μια παγκόσμια διαδεδομένη πρακτική, η ελληνική κυβέρνηση με νόμο που ψήφισε πρόσφατα στη Βουλή επιτρέπει πλέον την πώληση γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων – μεταξύ πολλών άλλων- στις υπαίθριες λαϊκές αγορές αλλά και τις λεγόμενες ‘αγορές παραγωγών’ που ανθούν τελευταία στην Αθήνα κι αλλού.
Σύμφωνα με το νόμο επιτρέπεται «κατ’ εξαίρεση η πώληση γαλακτοκομικών προϊόντων αποκλειστικά σε λαϊκές αγορές και από ιδιοκτήτες ‘μικρών επιχειρήσεων‘ παραγωγής τυροκομικών προϊόντων-μη κτηνοτρόφους, κατά την έννοια του άρθρου 1 της 3724/ 162303/ 22.12.2014 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 3438), εφόσον δεν διαθέτουν εμπορικό κατάστημα λιανικής πώλησης».
Ήδη στις λαϊκές αγορές όλης της χώρας, μια εμπορική πρακτική η οποία μέχρι σήμερα μπορεί να μην απουσίαζε αλλά οπωσδήποτε κινείτο στο περιθώριο της νομιμότητας, σήμερα μπορεί να ασκείται – και ασκείται- απολύτως νόμιμα, εφόσον ο παραγωγός πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις.
Αλλάζουν τα δεδομένα στο εμπόριο
Η συγκεκριμένη νομοθεσία αλλάζει τα δεδομένα στο χώρο του υπαίθριου εμπορίου στην Ελλάδα, καθώς όχι μόνο αλλάζει το εύρος των προϊόντων που μπορούν να πωλούνται στις λαϊκές αγορές τις οποίες κυρίως αφορά, αλλά έρχονται σημαντικές αλλαγές και στον τρόπο έκδοσης των αδειών για την άσκηση του υπαίθριου εμπορίου.
Συγκεκριμένα στις λαϊκές αγορές θα μπορούν να διατίθενται πλέον, από παραγωγούς που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις, «τυροκομικά προϊόντα εφόσον έχουν παραχθεί σε εγκεκριμένη εγκατάσταση, φέρουν σήμανση αναγνώρισης (κωδικό αριθμό έγκρισης), σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΚ) 852/2004 και 853/2004, έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας για την επισήμανση και κατά τη μεταφορά και πώλησή τους τηρούνται οι απαιτήσεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) 852/2004».
Θετική είναι και η εξέλιξη που επιφυλάσσει ο νόμος για τις Συνεταιριστικές Οργανώσεις και τις αναγνωρισμένες Ομάδες Παραγωγών, προκειμένου να διακινήσουν κι αυτές προϊόντα των μελών τους τα οποία δεν κατέχουν μέχρι σήμερα άδεια παραγωγού πωλητή λαϊκών αγορών. Τώρα πλέον θα μπορεί π.χ. ένας εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Συνεταιρισμού ή της αναγνωρισμένης ομάδας παραγωγών να διαθέτει τα προϊόντα στις λαϊκές αγορές.
Για τους αγροτικούς και γυναικείους συνεταιρισμούς, καθώς και τις ομάδες και τις οργανώσεις παραγωγών, αρμόδια αρχή έκδοσης και ανανέωσης των αδειών ορίζεται ο δήμος στον οποίο έχουν την έδρα τους, πλην αυτών που εδρεύουν εντός των διοικητικών ορίων της Περιφέρειας Αττικής και της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, για τους οποίους αρμόδια είναι η Περιφέρεια Αττικής και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε οτι η νέα νομοθεσία έχει δεχτεί την κριτική μερίδας παραγωγών, αλλά κι επαγγελματιών από το χώρο του λιανικού εμπορίου, οι οποίοι θεωρούν οτι πίσω από τη συγκεκριμένη νομοθεσία βρίσκεται η έντονη πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση από τυροκόμους που έχουν μεγάλες, αδιάθετες ποσότητες τυριών – στην Κρήτη αλλά και τη Μακεδονία το φαινόμενο είναι έντονο- προκειμένου να βρεθούν τρόποι διάθεσης της παραγωγής τους.
Εκτιμούν μάλιστα οτι η πώληση τυροκομικών προϊόντων σε υπαίθριες αγορές δεν πληροί τα στάνταρντ ασφαλείας που πρέπει να διέπουν την πώληση γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων.
Τι λένε οι παραγωγοί
Στην Αγορά Χωρίς Μεσάζοντες, στο πάρκο Δέγκλερη στα σύνορα της Νέας Σμύρνης με τον Άγιο Δημήτριο συναντήσαμε τον Κρητικό τυροκόμο Δημήτρη Κλάδο, μέλος της γνωστής τυροκομικής οικογένειας στην όποια ανήκει και ο νεαρός παραγωγός Δήμος Κλάδος.
Θείος (ο πρώτος) και ανιψιός ο δεύτερος, ανεβαίνουν συχνά στην Αθήνα αλλά και στη Θεσσαλονίκη και συμμετέχουν σε πολλές καταναλωτικές εκθέσεις, στις οποίες διαθέτουν τα προϊόντα τους και κυρίως την περίφημη γραβιέρα ‘Ψηλορείτης’, όπως είναι η εμπορική ονομασία του προϊόντος.
Ο Δημήτρης Κλάδος βλέπει θετικά τη δυνατότητα των παραγωγών της Κρήτης να πωλούν τα τυριά τους στις λαϊκές αγορές, ο ίδιος όμως δεν έχει αξιοποιήσει ακόμα τη δυνατότητα που του δίνει η νομοθεσία, προτιμώντας να συμμετέχει στο κίνημα των παραγωγών που διαθέτουν τα προϊόντα τους ‘χωρίς μεσάζοντες’ σε επιλεγμένες αγορές της Αθήνας, όπως αυτή στη Νέα Σμύρνη.
Το εξαντλητικό ωράριο των λαϊκών αγορών και οι ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτές, φαίνεται πως δεν ταιριάζουν ούτε στην ιδιοσυγκρασία του, αλλά ούτε και στο ίδιο το προϊόν με το οποίο ασχολείται.
Η γνώμη του πωλητή
Ο Τάσος Σουκαράς είναι πωλητής στην Α’ Λαϊκή Αγορά Αθηνών και εδώ και μερικούς μήνες διατηρεί πάγκο στον οποίο πουλάει τυροκομικά προϊόντα. Πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με τα τυροκομικά, ο Τ. Σουκαράς δραστηριοποιήθηκε με το εμπόριο φρούτων και λαχανικών, κάποια στιγμή όμως αποφάσισε να επενδύσει στα τυροκομικά, βλέποντας σε αυτά τα προϊόντα μια καλύτερη προοπτική για τον ίδιον.
Τον συναντήσαμε σε μια από τις λαϊκές αγορές που πραγματοποιούνται μεσοβδόμαδα στη Νέα Σμύρνη πίσω από τον -εντυπωσιακό σε σχέση με όλους τους άλλους- πάγκο του, στον οποίο υπάρχει πληθώρα τυροκομικών προϊόντων. Ένα πραγματικό τυροπωλείο εν μέσω των κλασικών πάγκων που συναντάμε στις λαϊκές αγορές.
«Δεν είναι εύκολη υπόθεση να ασχοληθείς ξαφνικά με τα τυροκομικά» μας είπε και εξήγησε τις δυσκολίες που συνάντησε ο ίδιος στο νέο προσανατολισμό του: «Χρειάστηκε να επενδύσουμε ένα σεβαστό ποσό για να αγοράσουμε πάγκο- ψυγείο και σύγχρονο μεταφορικό μέσο για να διατηρούμε τα προϊόντα. Χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ και να μάθουμε τον τρόπο της διανομής των προϊόντων αυτών, να έρθουμε σε επαφή με δεκάδες παραγωγούς απ’ όλη την Ελλάδα αλλά και χονδρέμπορους που εδρεύουν στην Αθήνα, για να μπορέσουμε να γεμίσουμε τον πάγκο και να προσφέρουμε ποικιλία στους καταναλωτές» μας είπε, σημειώνοντας ότι ο ίδιος διαθέτει 6-7 φέτες στο υπαίθριο ‘κατάστημά’ του.
Από την άλλη πλευρά όμως, η ενασχόλησή του με τα τυροκομικά έχει και αρκετά θετικά. «Τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν είναι τόσο ευαλλοίωτα όσο τα λαχανικά που στο τέλος της ημέρας δεν ξέρεις τι να τα κάνεις εφόσον δεν τα πουλήσεις» σχολιάζει.
«Τα τυροκομικά προϊόντα έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, το απόγευμα μπορεί να τα αποθηκεύσεις και πάλι στο ψυγείο και να τα διαθέσεις την επόμενη ημέρα. Επίσης οι τιμές χονδρικής δεν είναι στην περίπτωση των τυροκομικών τόσο ευμετάβλητες, όσο είναι τα φρούτα και τα κηπευτικά τα οποία τη μια μέρα τα αγοράζεις 40 λεπτά και την επομένη μπορεί να κοστίζουν …ένα ευρώ».
Διάσταση συμφερόντων
Το Dairy News συνομίλησε με έμπειρους επαγγελματίες των λαϊκών αγορών οι οποίοι αν και δεν έχουν αντίρρηση με την πώληση τυροκομικών προϊόντων σε πάγκους ανάμεσά τους, εντούτοις θέτουν ορισμένα ζητήματα.
Πρώτο αυτό της παραπλάνησης των καταναλωτών από πωλητές οι οποίοι εμφανίζονται στις λαϊκές ως παραγωγοί. «Δεν έχουμε πρόβλημα με το να διαθέσουμε σε κάθε λαϊκή αγορά ορισμένες θέσεις για το εμπόριο τυροκομικών προϊόντων, αρκεί οι άνθρωποι που θα καλύψουν αυτές τις θέσεις να είναι πράγματι παραγωγοί κι όχι πωλητές που αποκαλούνται ‘παραγωγοί’» μας είπε πωλητής σε λαϊκή αγορά βόρειου προαστίου της Αθήνας στο οποίο ψωνίζουν Αθηναίοι με σαφώς μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια από τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της πρωτεύουσας
Το δεύτερο θέμα που θέτει ο συνομιλητής μας είναι το, επίσης ανησυχητικό κατά τη γνώμη του, φαινόμενο της παραπλάνησης των καταναλωτών αλλά και του κράτους στις αγορές ‘χωρίς μεσάζοντες’.
«Ορισμένοι συμμετέχουν στις αγορές χωρίς μεσάζοντες παριστάνοντας τους παραγωγούς ενώ είναι πωλητές λαϊκών αγορών, χωρίς να εκδίδουν αποδείξεις, χωρίς να τηρούν βιβλία, παραπλανώντας ουσιαστικά τον κόσμο. Πουλάνε σε τιμές κατώτερες εκείνων της λαϊκής, ακριβώς επειδή δεν αποδίδουν απολύτως τίποτα και δεν πληρώνουν τα τέλη που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για τη λαϊκή αγορά, δίνοντας την εντύπωση ότι οι τιμές αυτές είναι ‘τιμές παραγωγού’. Είναι κάτι που θα μπορούσε να κάνει ο οποιοσδήποτε πωλητής της λαϊκής το Σάββατο ή την Κυριακή, που δεν εργάζεται σε κάποια λαϊκή αγορά», μας είπε ο συνομιλητής μας.
Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι ανάλογα φαινόμενα παραπλάνησης των καταναλωτών έχουν καταγγελθεί και στις αγορές βιολογικών προϊόντων, φαινόμενα που θα μπορούσαν να εκλείψουν εάν υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος από την πλευρά της πολιτείας σε συνεργασία με τους υπευθύνους των λαϊκών αγορών.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Dairy News, τεύχος 9, Δεκέμβριος 2017.