Η διατροφή των παραγωγικών ζώων είναι ίσως το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην κτηνοτροφία. Ειδικά στην εποχή μας, που η σταβλισμένη κτηνοτροφία έχει πάρει τα ηνία της παραγωγής, η δημιουργία σιτηρεσίου για τα ζώα είναι η σημαντικότερη ευθύνη των παραγωγών.
Στη δύσκολη αυτή αποστολή οι άνθρωποι της παραγωγής που δίνουν την καθημερινή μάχη για την εκτροφή ζώων, δεν είναι μόνοι. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια η επιστήμη της γεωπονίας και της ζωοτεχνίας βρίσκεται δίπλα τους για να τους υποδείξει τους καλύτερους δυνατούς συνδυασμούς και τις ποιότητες ζωοτροφών.
Η ‘ΕΞΙΣΩΣΗ’ ΤΟΥ ΣΙΤΗΡΕΣΙΟΥ

Καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής και συγγραφέας επιστημονικών εγχειριδίων, ο Κωνσταντίνος Φεγγερός μας εξηγεί τον όρο σιτηρέσιο ο οποίος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας σωστής διατροφής, αλλά και τους όρους για να επιτευχθεί μια τέτοια διατροφή. «Με τον όρο σιτηρέσιο εννοούμε την παροχή τροφής καθημερινά άλλα με βάση τις ενεργειακές, πρωτεϊνικές κ.ά. ανάγκες του ζώου. Ένα σιτηρέσιο οφείλει να καλύπτει επακριβώς αυτές τις ανάγκες, χωρίς να δίνει περισσότερα ή λιγότερα απ’ ότι πρέπει. Στη μια περίπτωση θα πληρώνουμε περισσότερα -επιβαρύνοντας μάλιστα και το περιβάλλον- ενώ στην άλλη δεν θα παίρνουμε αυτό που αναμένουμε. Είναι μια ‘εξίσωση’ που θέλει ειδικές γνώσεις για να λυθεί και είναι διαρκής, ανάλογα με την εκάστοτε διαθεσιμότητα και τις τρέχουσες τιμές των ζωοτροφών. Η διαμόρφωση του σιτηρεσίου είναι κατανοητή μόνο για τον κτηνοτρόφο που πιθανόν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις. Η παρουσία του ειδικού στη διατροφή των ζώων είναι απαραίτητη στις μεγάλες μονάδες για τον έλεγχο της ποσότητας και της ποιότητας της διατροφής».
ΤΙΜΕΣ ΣΤΙΣ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ
Πριν μερικούς μήνες ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) με υπόμνημά του προς τον νέο υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Μάκη Βορίδη, έθεσε με τρόπο επιτακτικό το ζήτημα της τιμής των ζωοτροφών. Ο ΣΕΚ θεωρεί ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια που ακόμα και η ίδια η κτηνοτροφική δραστηριότητα οδηγείται στην κατάρρευση.
Όπως αναφέρει ο ΣΕΚ στο υπόμνημά του, το κόστος παραγωγής αυξήθηκε πάνω από 100% κάνοντας πλέον την παραγωγή εντελώς ασύμφορη για τους κτηνοτρόφους – πτηνοτρόφους. «Για παράδειγμα στις ζωοτροφές που συμμετέχουν κατά 60-65% στη διαμόρφωση του κόστους των εισροών, η τιμή αγοράς καλαμποκιού το 2002 ήταν 0,07 ευρώ/κιλό και σήμερα 0,20 ευρώ /κιλό, που σημαίνει αύξηση 186 %. Στο κριθάρι αντίστοιχα αγοράζαμε το 2002 0,07 ευρώ /κιλό και τώρα 0,22 ευρώ /κιλό, δηλαδή αύξηση 214%. Στο τριφύλλι η τιμή ήταν 0,06 ευρώ /κιλό και σήμερα διαμορφώνεται στα 0,18 ευρώ /κιλό, αύξηση 200 %».
Στην αγελαδοτροφία, το 70% του σιτηρεσίου είναι χονδροειδείς ζωοτροφές δηλαδή καλαμπόκι ενσιρωμένο, άχυρο και τριφύλλι ξερό.
Τα συμπυκνώματα είναι η κύρια πηγή πρωτεΐνης με πιο σημαντικό απ΄ όλα τη σόγια η οποία είναι σε ποσοστό 100% εισαγόμενη.
Το σημαντικό πλεονέκτημα των ξένων ζωοτροφών είναι η σταθερή ποιότητα καθώς αγορές που αναδύθηκαν μόλις τα τελευταία χρόνια όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν πετύχει σταθερά καλή ποιότητα ζωοτροφών, ειδικά καλαμπόκι.
ΟΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ

Το Dairy News ζήτησε από δύο κτηνοτρόφους οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο νομό Σερρών τη γνώμη τους για το ζήτημα των ζωοτροφών. Ξεκινάμε από τον Δημοσθένη Παπαγεωργίου συνιδιοκτήτης της γαλακτοκομικής/ τυροκομικής εταιρείας ‘Αγαπάμε το Κατσικίσιο Γάλα’, ο οποίος εκτρέφει κοπάδι 180 αιγών για γαλακτοπαραγωγή σε μέρος των εγκαταστάσεων στην πάλαι ποτέ ένδοξη Γεωργική Σχολή Σερρών. Μας εξηγεί ποιο είναι το καθεστώς λειτουργίας στη δική του μονάδα και ποια κατάσταση επικρατεί στο νομό Σερρών: «Με δύο τρόπους ταΐζουμε τα ζωντανά μας. Έχουμε μια έκταση περίπου 30 στρέμματα την οποία σπείραμε με τριφύλλι και τα ζώα βοσκάνε όλη τη μέρα. Για τις χονδροειδείς ζωοτροφές έχουμε συνεργασία με την Ένωση Αγροτών Σερρών απ΄ όπου προμηθευόμαστε το καλαμπόκι μας και τις άλλες ζωοτροφές. Διαμορφώσαμε το σιτηρέσιο σε συνεργασία με τον κτηνίατρο και στη συνέχεια ακολουθούμε τις υποδείξεις του. Εμείς στις Σέρρες είμαστε ‘προνομιούχοι’ κτηνοτρόφοι σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, πόσο μάλλον σε σχέση με τα νησιά. Λίγοι νομοί στη χώρα έχουν τέτοια αφθονία ζωοτροφών, σε εξαιρετική ποιότητα λόγω του κάμπου των Σερρών και μάλιστα σε πολύ χαμηλές τιμές.
Από την πλευρά του, ο κτηνοτρόφος Σταύρος Δελεφέρης από την Ορεινή Σερρών, ο οποίος δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά σε διάφορους φορείς του κόσμου της πρωτογενούς παραγωγής όπως η Ένωση Νέων Αγροτών του νομού Σερρών και ο Πανσερραϊκός Κτηνοτροφικός Σύλλογος, σχολιάζει: «Είναι υψηλό το κόστος παραγωγής και επειδή είμαστε ένα ορεινό χωριό, είμαστε αναγκασμένοι να παίρνουμε ζωοτροφές από τον κάμπο. Ευτυχώς που υπάρχει ο κάμπος των Σερρών που μπορούμε να τις παίρνουμε άμεσα και σε καλές τιμές».
ΠΟΙΟΙ ΤΡΕΦΟΥΝ, ΚΑΙ ΠΟΣΟΥΣ
Ο γεωπόνος- ζωοτέχνης Γεώργιος Βουρλούμης, ιδρυτής της εταιρείας Ζωοτεχνία η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της εισαγωγής προσθετικών ζωοτροφών από ευρωπαϊκές χώρες, μας εξηγεί τη ‘φιλοσοφία’ που διέπει την επιστήμη της διατροφής των ζώων και το πώς αυτή αλλάζει υπό το βάρος των κοσμογονικών εξελίξεων. «Η επιστήμη της διατροφής των ζώων εξελίσσεται συνεχώς διότι καλείται να υποστηρίξει τη μεγάλη γενετική βελτίωση που έχουμε στα αγροτικά ζώα. Είναι ‘τέκνο της ανάγκης’. Η ανάγκη ξεκινάει από τον κτηνοτρόφο- παραγωγό ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι για να κερδίσει χρήματα πρέπει να ’βοηθήσει’ τα ζώα του. Ιστορικά, η γεωργία και η κτηνοτροφία εξελίσσονται ραγδαία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 30-40 αγρότες/κτηνοτρόφοι στους 100 πολίτες της Ευρώπης εργάζονταν στην ύπαιθρο κι έτρεφαν και τους 60-70 αστούς. Σήμερα αυτοί που δουλεύουν στα χωράφια και στις φάρμες, είναι 3-4 στους 100 και ταΐζουν και τους άλλους 96-97. Αυτοί οι τρεις λοιπόν, πρέπει να είναι πολύ παραγωγικοί για να μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους κι όλους τους υπόλοιπους».
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ
Σε ποιο βαθμό όμως ο Έλληνας κτηνοτρόφος είναι ενήμερος για τις συνεχείς εξελίξεις στο χώρο της διατροφής των ζώων; «Στην Ελλάδα ‘ξέρουμε τα πάντα’. Αν συνομιλήσει κάποιος με έναν κτηνοτρόφο θα διαπιστώσει ότι ο δεύτερος ξέρει τα πάντα, είναι λοιπόν και ζήτημα νοοτροπίας στο πόσο δεκτικός θα είναι κάποιος στο καινούργιο. Οι νεώτεροι κτηνοτρόφοι έχουν διαφορετικό σκεπτικό κι αυτό είναι ελπιδοφόρο μήνυμα. Οι νέοι έχουν περισσότερες γνώσεις, είναι εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες, ψάχνουν περισσότερο…».
Και ίσως στηρίζονται λιγότερο στις επιδοτήσεις, για τις οποίες και ο συνομιλητής μας, όπως τόσοι άλλοι γνώστες των πραγμάτων στην κτηνοτροφία, έχουν αρνητική γνώμη. «Το καθεστώς των επιδοτήσεων είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι κτηνοτρόφοι δεν φρόντισαν να μάθουν και να υιοθετήσουν νέα πράγματα» μας λέει και συμπληρώνει: «Η επικρατούσα άποψη στην πλειοψηφία των παραγωγών ήταν ότι ‘με ενδιαφέρει κυρίως ο αριθμός των ζώων για να εξασφαλίσω την επιδότηση ‘ κι όχι το τι και πώς θα το παράγω. Δεν εκμεταλλευτήκαμε στο βαθμό που θα έπρεπε το καθεστώς των επιδοτήσεων (αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι συνέβαλαν σε ένα βαθμό να κρατηθεί να κομμάτι κόσμου στις αναφερόμενες ως μειονεκτικές περιοχές της χώρας). Κατά κανόνα, από τη στιγμή που εξασφάλιζαν την επιδότηση, δεν μερίμνησαν οι κτηνοτρόφοι να τη χρησιμοποιήσουν για να βελτιώσουν τα ζώα, τη διατροφή τους και το παραγόμενο προϊόν».
Κι αυτό εντέλει το ‘πληρώσαμε’ όλοι και πρώτοι οι κτηνοτρόφοι· αυτή η συμπεριφορά τους λειτούργησε ως ένα βαθμό ανασταλτικά στη βελτίωση της ελληνικής κτηνοτροφίας.