Αβεβαιότητα στην αγορά των γαλακτοκομικών
Η εικόνα της ελληνικής γαλακτοκομικής βιομηχανίας κάθε άλλο παρά ‘λευκή’ είναι. Μπορεί να μην έχει υποστεί την …πανωλεθρία άλλων παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας μιας και αποτελεί ‘όπλο’ της ευρύτερης βιομηχανίας τροφίμων/ ποτών, εντούτοις η ελληνική γαλακτοβιομηχανία διανύει ‘γκρίζες’ ημέρες.
Όλα τα δεδομένα που έχουμε μέχρι αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας, σε συνδυασμό με τα οικονομικά αποτελέσματα των κορυφαίων παικτών του κλάδου και τις αποτιμήσεις των ερευνών που πραγματοποιούν εξειδικευμένες εταιρείες στο κανάλι του μεγάλου και μικρού οργανωμένου λιανεμπορίου, σκιαγραφούν αρνητική στο πρόσημό της αλλά ασφαλώς όχι καταστροφική εικόνα.
Η γκρίζα εικόνα ξεκινάει από την παραγωγή, που διαπιστώνονται τα πρώτα σημαντικά προβλήματα, επεκτείνεται στη διαχείριση του γάλακτος, συνεχίζει με τη διανομή των προϊόντων, επεκτείνεται στο χώρο του οργανωμένου λιανεμπορίου για να καταλήξει, ασφαλώς, στο τραπέζι του καταναλωτή.
Αναλυτές του γαλακτοκομικού κλάδου καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική αγορά κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό στα όριά της τα προηγούμενα χρόνια, όταν και πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα εντυπωσιακές επενδύσεις για να οδηγηθεί στη σημερινή ‘διόρθωση’. Οι ίδιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι για όσο η Ελλάδα θα βρίσκεται σε κατάσταση δημοσιονομικής επιτήρησης και με την κατανάλωση πεσμένη, η μόνη διέξοδος είναι οι εξαγωγές.
Τιμή γάλακτος
Θεωρείται η αφετηρία του προβλήματος τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα διότι η (σχετικά) αυξημένη τιμή του γάλακτος στην οποία πωλούν οι Έλληνες καθιστά μη ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα σε τρίτες αγορές. Αντίθετα, στο εξωτερικό η χαμηλή τιμή ψαλιδίζει τα κέρδη των παραγωγών οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι δουλεύουν όλο το χρόνο χωρίς …κέρδος.
Στην Ελλάδα η τιμή παραγωγού αν και κάτω από τα 40 λεπτά το λίτρο θεωρείται ως μια από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, εκεί όπου κάποια στιγμή μέσα στο 2016 καταγράφτηκαν τιμές κάτω από τα 20 λεπτά το λίτρο. Την ίδια ώρα όπως επισημαίνουν στο Dairy News παραγωγοί απ΄ όλη την Ελλάδα, μια σειρά από λειτουργικά κόστη, όπως οι ζωοτροφές, έχουν πάρει τον ανήφορο, ελαχιστοποιώντας τα κέρδη των παραγωγών.
Μερίδα της ελληνικής βιομηχανίας χρησιμοποιεί εισαγόμενο γάλα, σε υγρή μορφή η σε σκόνη καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, η Ελλάδα καταναλώνει σε διάφορες μορφές (περιλαμβάνονται και γαλακτοκομικά προϊόντα) περίπου 760.000 τόνους γάλακτος κι από αυτούς μόνο οι περίπου 500.000 είναι ελληνικό προϊόν.
Υπό αυτή την έννοια οι εισαγωγές ετησίως ανέρχονται σε 260.000 τόνους. Από τη συνολική ποσότητα διακινούμενου γάλακτος, οι 380.000 τόνοι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή γαλακτοκομικών ή τυροκομικών προϊόντων.
Δισταγμοί στο ράφι
Σύμφωνα με στοιχεία της IRI, που επεξεργάστηκε το ECR Ελλάδας, η οποία παρακολουθεί τις εξελίξεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο, το 2015 καταναλώθηκαν συνολικά γάλατα αξίας 364 εκατ. ευρώ, κατά περίπου 7% λιγότερα από το 2014 όταν η αξία των προϊόντων ήταν πάνω από 392 εκατ. ευρώ.
Το παστεριωμένο γάλα, το πιο σημαντικό προϊόν της κατηγορίας με μερίδιο περίπου 80% υπέστη μείωση της τάξης του 7% σε αξία, ενώ το εβαπορέ υποχώρησε κατά περίπου 8,7% σε αξία. Η πτώση συνεχίστηκε και μέσα στο 2016, φαινόμενο που προβληματίζει πλέον το σύνολο της αγοράς που θεωρούσε, εσφαλμένα όπως φαίνεται, ότι η μείωση της κατανάλωσης δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί σε τόσο σημαντικές κατηγορίες προϊόντων όπως το γάλα και τα λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία της έρευνας Market View FMCG 2015- HM/SM Channel, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ECR Meeting, την άνοιξη του 2016. Δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του Dairy News, Μάρτιος 2017.