Αντώνης Ούζας, Gjirofarm: «Εξάγουμε στις ΗΠΑ, αλλά όχι στην… Ελλάδα»
Το Dairy News στην Αλβανία, συνομιλεί με τον Έλληνα ιδιοκτήτη μιας από τις κορυφαίες τυροκομικές επιχειρήσεις της γειτονικής χώρας
Γνωρίζει όσο λίγοι Έλληνες την αγορά της Αλβανίας, αφού δραστηριοποιείται εκεί επιχειρηματικά από τη δεκαετία του 1990. Η γαλακτοκομική/ τυροκομική βιομηχανία Gjirofarm, στην οποία είναι συνεταίρος, βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων της γειτονικής χώρας, αλλά ο ίδιος έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του, καθώς τα όνειρά του φτάνουν μέχρι την… Αθήνα. Την Αμερική, την έχει ήδη κατακτήσει!
Κείμενο: Θανάσης Αντωνίου
Το καλοκαίρι του 2022, το περιοδικό Dairy News πραγματοποίησε πιλοτική επίσκεψη σε τυροκομεία της Ηπείρου και της Αλβανίας, στο πλαίσιο του έργου ‘Δρόμος του Τυριού – CheeseCulT’. Όπως είναι γνωστό, το συγκεκριμένο έργο, μέσω των δράσεων που αναπτύσσει σε διασυνοριακό επίπεδο, επιδιώκει τη διασύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής και, ειδικότερα, της παραγωγής γαλακτοκομικών/ τυροκομικών προϊόντων με τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή αναφοράς. Θυμίζουμε ότι εταίροι του έργου είναι το Τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο ΕΛΓΟ – Δήμητρα, η Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, το Πανεπιστήμιο ‘Eqrem Çabej’ του Αργυρόκαστρου και ο αλβανικός φορέας ARGJIRO.
Η γαλακτοκομική και τυροκομική βιομηχανία Gjirofarm, την οποία επισκεφτήκαμε κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού μας, βρίσκεται στην περιοχή του Αργυρόκαστρου, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, και στο τιμόνι της βρίσκονται δύο επιχειρηματίες, ο Έλληνας Αντώνης Ούζας, από την περιοχή των Ιωαννίνων κι ο Βορειοηπειρώτης Πύρρος Καρατζάς, από την περιοχή του Αργυρόκαστρου.
Ρισκάροντας -επιχειρηματικά- στην Αλβανία
Το Dairy News είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί στις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας, η οποία, εκτός των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, διαθέτει και ξεχωριστή μονάδα επεξεργασίας κρέατος για την παρασκευή και τυποποίηση λουκάνικων και αλλαντικών. Στο πλαίσιο της επίσκεψής μας στο εργοστάσιο, το οποίο συμμετέχει στο έργο CheeseCulT, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον Αντώνη Ούζα, έναν εκ των ιδιοκτητών, ο οποίος μας έδωσε στοιχεία τόσο για τη δική του δραστηριότητα, όσο και για την ευρύτερη αγορά, μέσα στην οποία αναπτύσσει την επιχείρησή του.
Ο Αντώνης Ούζας ήταν ένας από τους ελάχιστους Έλληνες, που αμέσως μετά το άνοιγμα των συνόρων και τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών και Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα, το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, αποφάσισε να ακολουθήσει το ακριβώς αντίθετο δρομολόγιο: αναζήτησε την τύχη του στην Αλβανία και δημιούργησε το 1994, σε νεαρή ηλικία, μια επιχειρηματική βάση στην χώρα, που τότε ‘άδειαζε’ από κόσμο.
Ξεκίνησε, αρχικά, στον κλάδο των αναψυκτικών σε συνεργασία με ντόπιους επιχειρηματίες, δραστηριότητα από την οποία αποχώρησε αργότερα για να ασχοληθεί, από το 2006 μέχρι σήμερα, με τη γαλακτοκομία και την τυροκομία. Η επένδυση που πραγματοποίησε με τον συνέταιρό του έχει ξεπεράσει τα 3 εκατ. ευρώ, οι παραγωγικές εγκαταστάσεις είναι έκτασης 2.500 τ.μ., επί οικοπέδου 17 στρεμμάτων, επεξεργάζεται πάνω από 25 τόνους γάλα ημερησίως, από τους οποίους 17 τόνοι είναι αιγοπρόβειο και το υπόλοιπο, αγελαδινό. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Αντώνης Ούζας πηγαινοέρχεται καθημερινά από τα Ιωάννινα, που διαμένει, στο εργοστάσιό του, μέσω της Κακαβιάς. Η επιχείρησή του εδρεύει σε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές περιοχές της Αλβανίας, όπου βρίσκονται τα εργοστάσια κι άλλων πολυεθνικών, αλβανικών κι ελληνικών επιχειρήσεων.
Σε καθημερινή βάση και καθ ΄όλη τη διάρκεια του χρόνου, παράγει γιαούρτι και ξινόγαλα, ενώ κατά τη διάρκεια της 8μηνης τυροκομικής περιόδου παράγει πρόβειο και γίδινο λευκό τυρί (περίπου το 20% της συνολικής παραγωγής τυριών) και διάφορα κίτρινα τυριά (περίπου το 80% της παραγωγής). Τα προϊόντα του θεωρούνται premium για την αλβανική αγορά και κατευθύνονται, κυρίως, σε καταστήματα των Τιράνων. «Στα Τίρανα συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο με αυτό που συμβαίνει και στην Αθήνα» μας εξηγεί ο Αντώνης Ούζας, «η μισή Αλβανία έχει μαζευτεί στα Τίρανα που έχουν πάνω από ένα εκατ. κατοίκους, όταν η χώρα έχει περίπου δυόμιση εκατ. πληθυσμό. Εκεί, όμως, είναι όλη η οικονομική δραστηριότητα της χώρας».
Οι πωλήσεις της εταιρείας έβαιναν συνεχώς αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια. Το 2022, υπήρξε, όμως, κάμψη στον όγκο, λόγω των αυξημένων τιμών. «Εδώ, συνέβη αυτό που συμβαίνει παντού: όταν αυξάνεις την τιμή του προϊόντος, πέφτει η κατανάλωση» μας εξηγεί ο Αντώνης Ούζας, αναφέροντας, μάλιστα, ότι μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022 είχε αναγκαστεί να πραγματοποιήσει ήδη δύο αυξήσεις τιμών, ενώ ακολούθησε και μια τρίτη, στο τέλος του καλοκαιριού, με αποτέλεσμα οι ανατιμήσεις να έχουν ξεπεράσει το 30%. «Με τις ανατιμήσεις προσπαθούμε να καλύψουμε την αύξηση στο κόστος παραγωγής, αλλά δεν μπορείς να σχεδιάσεις τίποτα, σήμερα, διότι κάθε μέρα τα πάντα ανεβαίνουν σαν τρελά » μας λέει ο Αντώνης Ούζας και μας εξηγεί ότι την παραγωγή του, πλέον, βαραίνουν τόσο τα ανελαστικά έξοδα, όπως η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, του πετρελαίου και των υγραερίων, όσο και οι αυξήσεις των πρώτων υλών, που είναι απρόβλεπτες.
Γάλατα και τιμές στην Αλβανία
Σημαντικό έξοδο, πλέον, είναι και το γάλα, η τιμή του οποίου έχει αυξηθεί και στην Αλβανία. «Τα γάλατα της Αλβανίας είναι πολύ καλά» μας εξηγεί ο συνομιλητής μας, ο οποίος, κατά την προηγούμενη γαλακτική περίοδο, πλήρωνε 1 ευρώ το λίτρο πρόβειου γάλακτος, που εισκόμιζε από τους 280-290 κτηνοτρόφους (περιλαμβάνονται και οι αγελαδοτρόφοι), με τους οποίους συνεργάζεται εδώ και χρόνια. «Αλλά δεν υπάρχει γάλα. Ποιος να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία; Η κατάσταση είναι περίπου, όπως σε μας στην Ελλάδα. Για την Αλβανία ήταν μια κακή χρονιά η περίοδος 2021 – 2022… » μας εξηγεί και μας πληροφορεί ότι η μείωση της παραγωγής έφτασε μέχρι και το 30% -στο αγελαδινό γάλα, η κύρια αιτία ήταν ο υποσιτισμός των ζώων. Όπως μας αποκάλυψε, μάλιστα, κατά τη διάρκεια του 2022, η ζήτηση για αγελαδινά προϊόντα υπερέβη την προσφορά, λόγω της έλλειψης αγελαδινού γάλακτος, τη στιγμή που η εισαγωγή (παστεριωμένου ασφαλώς) αγελαδινού γάλακτος στην Αλβανία από τρίτες χώρες είναι ασύμφορη, λόγω των τελωνιακών δασμών.
Η κατάσταση και στην Αλβανία, σε ό,τι αφορά την πρωτογενή παραγωγή, δεν είναι ενθαρρυντική. Ο Αντώνης Ούζας αναλαμβάνει να μας εξηγήσει το γιατί. «Στην Αλβανία, όπου ,επίσης, οι ζωοτροφές ακρίβυναν, δεν υπάρχει ενίσχυση προς τους παραγωγούς. Οι Αλβανοί κτηνοτρόφοι δεν λαμβάνουν βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση κι αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα. Να φανταστείτε ότι πληρώνουμε το αγελαδινό γάλα 50 – 55 λεπτά, όταν δίπλα μας έχει 38 – 42 λεπτά. Ευτυχώς, η Αλβανία έχει καλά πρόβεια και γίδινα γάλατα, διότι εκτρέφουν παλαιές φυλές, τα ζώα βόσκουν για μεγάλα διαστήματα στα βουνά. Δεν ξέρω πόσο θα συνεχιστεί αυτό».
Σε νεότερη συνομιλία που είχαμε μαζί του, στις αρχές του 2023, όταν πια η γαλακτική περίοδος είχε διαμορφώσει νέες τιμές στο γάλα, ο Αντώνης Ούζας μάς πληροφόρησε πως το πρόβειο γάλα έχει ανέλθει πλέον στο 1,35 – 1,40 ευρώ το λίτρο και 0,61 ευρώ το αγελαδινό.
Ώρα νέων επενδύσεων
Ο Αντώνης Ούζας είναι ένας επιχειρηματίας που ασπάζεται πλήρως την ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη της εταιρείας του και επενδύει για την αναβάθμισή της. Το επόμενο μεγάλο επενδυτικό του σχέδιο είναι η επέκταση της Gjirofarm στην εμφιάλωση φρέσκου γάλακτος, μέσω ενός ευρωπαϊκού προγράμματος, το οποίο θα τρέξει η αλβανική κυβέρνηση. «Θα εγκαταστήσουμε μια καινούργια γραμμή για εμφιάλωση αγελαδινού γάλακτος και, φυσικά, θα χρειαστεί να επεκτείνουμε τις εγκαταστάσεις μας» μας λέει με υπερηφάνεια, προσθέτοντας ότι πρόκειται για επένδυση της τάξης του μισού εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί για την επένδυση στην εμφιάλωση φρέσκου γάλακτος, θα υποβληθεί φάκελος στα τέλη Μαρτίου και μέχρι την άνοιξη του του 2024, η γραμμή παραγωγής θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία.
Όπως είναι φυσικό, ο ‘παράγοντας’ αλβανικό κράτος μπαίνει στην συζήτησή μας. «Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την κυβέρνηση» μας λέει ο Αντώνης Ούζας, «μας βοηθάει να αναπτυχθούμε κι αυτό συμβαίνει, διότι δίνουμε δουλειά σε πολύ κόσμο στην περιοχή, ενώ συνεργαζόμαστε με εκατοντάδες παραγωγούς, από τους οποίους αγοράζουμε καθημερινά γάλα».
Εξαγωγές στις ΗΠΑ
Η Gjirofarm είναι ένα μεγάλο εργοστάσιο (το μεγαλύτερο στον κλάδο των τυροκομικών, το τρίτο σε δυναμικότητα στα φρέσκα προϊόντα), στο οποίο παράγονται πολλοί κωδικοί προϊόντων, ορισμένοι από τους οποίους εξάγονται στις ΗΠΑ, καθώς η εταιρεία έχει αναπτύξει ένα μικρό, αλλά ανερχόμενο δίκτυο εξαγωγών.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την Ευρωπαϊκή Ένωση (και την Αγγλία) όπως και με την Ελλάδα, καθώς τα προϊόντα της Gjirofarm δεν μπορούν, λόγω νομοθεσίας περί προϊόντων ζωικής προέλευσης, να πωληθούν στην κοινοτική αγορά. «Οι Αλβανοί δεν έχουν λύσει ακόμη το θέμα της ιχνηλασιμότητας του γάλακτος, αλλά μόλις λυθεί αυτό το ζήτημα θα ανοίξουν οι εξαγωγές. Είναι ζήτημα χρόνου… » μας είπε ο Έλληνας επικεφαλής της εταιρείας, ο οποίος προσβλέπει στην αγορά της Αθήνας, όπου ζούνε εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί -οι Αλβανοί είναι, άλλωστε, και οι περισσότεροι από τους πελάτες της εταιρείας στην αγορά, πέρα από τον Ατλαντικό.
Για να καταφέρει, όμως, να φτάσει με τα προϊόντα του στην Αθήνα, θα πρέπει να το επιτρέψουν οι… Βρυξέλες. «Περιμένουμε να λάβει η Αλβανία το καθεστώς της προς ένταξη στην ΕΕ χώρα, να δούμε μετά τη διαδικασία για την πλήρη ένταξη, διότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πουλήσουμε προϊόντα μας σε ευρωπαϊκές χώρες και την Αγγλία. Είναι άδικο να φτάνουμε μέχρι τις ΗΠΑ και να μην μπορούμε να πάμε μέχρι την Αθήνα» μας λέει με μια δόση απογοήτευσης στην φωνή του.
Στον προαύλιο χώρο της εταιρείας είχε στηθεί ένα μεγάλο τραπέζι με όλα τα προϊόντα της και η κουβέντα είχε ανάψει ανάμεσα στους ιδιοκτήτες του εργοστασίου, τους υπευθύνους του προγράμματος CheeseCulT, τους εργαζόμενους, τους δημοσιογράφους και τοπικούς καλεσμένους. Μια νοικοκυρεμένη επιχείρηση στην Αλβανία, με ισχυρούς δεσμούς με την τοπική κτηνοτροφία, με βλέψεις για εξαγωγές και με παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, είναι φυσικό να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος. Είναι άραγε έτσι;
Όπως μας αποκάλυψε ο Αντώνης Ούζας, το προηγούμενο διάστημα η Gjirofarm δέχτηκε προσφορές εξαγοράς από μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού (κυρίως κεντροευρωπαϊκές), που ήθελαν να τοποθετηθούν στην αλβανική αγορά. Ρωτάμε τον συνομιλητή μας πού αποδίδει το ‘ενδιαφέρον’ μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων για γαλακτοκομικές εταιρείες στα Βαλκάνια, καθώς και οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν γίνει στόχος εξαγορών, το τελευταίο διάστημα. «Προφανώς, υπάρχουν κεφάλαια για διάθεση. Άλλωστε, η επόμενη ημέρα στην Αλβανία και, ίσως, και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, θα είναι καλύτερη. Μπορεί να είναι μια φτωχή αγορά, η αλβανική, αλλά δεν είναι κορεσμένη… » μας λέει με νόημα.
Η Gjirofarm απασχολεί περίπου 100 άτομα στις παραγωγικές εγκαταστάσεις του Αργυρόκαστρου και στα γραφεία της, στα Τίρανα.
Το 95% της παραγωγής του εργοστασίου της Gjirofarm αφορά τυποποιημένα προϊόντα.
Αυτήν την περίοδο, η Gjirofarm αγοράζει το πρόβειο γάλα στην τιμή των 1,35 -1,40 ευρώ/λίτρο και στην τιμή των 0,61 ευρώ/λίτρο το αγελαδινό.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η εταιρεία άρχισε να εξάγει τα προϊόντα της, με αποτέλεσμα, σήμερα, το 30% της παραγωγής των τυριών να φεύγει στις ΗΠΑ.