Δύσκολη ‘εξίσωση’ τα logistics γάλακτος

Υψηλή τεχνολογία στη διαχείριση μεταφοράς φρέσκου γάλακτος

Η εφοδιαστική αλυσίδα του φρέσκου γάλατος είναι μια από τις πλέον συναρπαστικές παγκοσμίως γιατί είναι από τις πλέον ιδιαίτερες. H πρώτη ύλη συλλέγεται από μεγάλο αριθμό παραγωγών, σε περιορισμένο χρόνο και κάτω από ειδικές συνθήκες. Πρέπει να φτάσει σε σχετικά μικρό αριθμό μεταποιητικών μονάδων ανά την επικράτεια, στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εξίσωση για πολύ πεπειραμένους λύτες…
Επιμέλεια: Θανάσης Αντωνίου

Οι πρώτες μεγάλες αλυσίδες στη διαχείριση του φρέσκου γάλακτος δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, παράλληλα με την ίδρυση βιομηχανικών κολοσσών που ορίζουν σήμερα την παγκόσμια αγορά γαλακτοκομικών (π.χ. Danonne/ Ισπανία/ 1919, Lactalis/ Γαλλία/ 1933).

Τα δίκτυα όμως της μεταφοράς του γάλακτος είναι παλαιότερα καθώς συνδέονται με τη δημιουργία των πρώτων μεγάλων συνεταιρισμών κτηνοτρόφων (Campina/ Ολλανδία/ 1871, Friesland Foods/ Ολλανδία/1879, Arla Foods/Δανία/1881, Emmi/ Σουηδία/1907) κ.ά.).

Η μεταπολεμική περίοδος της οικονομικής ανάπτυξης, των τεχνολογικών αλμάτων, της έντασης του καταναλωτισμού και της πληθυσμιακής έκρηξης, ήταν η περίοδος κατά την οποία η εφοδιαστική αλυσίδα του γάλακτος απέκτησε με μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, παράλληλα με την ίδρυση νέων κολοσσών στον κλάδο του γάλακτος (Parmalat/ Ιταλία/1961).

Βυτίο μεταφοράς γάλακτος της τυροκομικής Κουρουνιώτης από την Αρκαδία

 

Δεκαετία του ‘60

Υποστηρίζεται ότι οι σημαντικότερες καινοτομίες εισήχθησαν τη δεκαετία του 1960 στην αχανή αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών όπου η μεταφορά γάλακτος από τις απομακρυσμένες φάρμες των μεσοδυτικών και των κεντρικών Πολιτειών στα εργοστάσια επεξεργασίας των μεγαλουπόλεων ανάγκασε παραγωγούς και γαλακτοβιομήχανους να αναζητήσουν μεγαλύτερα και ασφαλέστερα βυτία μεταφοράς κι εναλλακτικές λύσεις για την κίνησή τους στα αστικά κέντρα.

Εκείνη την εποχή κάνουν την εμφάνισή τους στις ΗΠΑ τα πρώτα φορτηγά παγωτού με 5 ή 6 θύρες στο πλάι του αμαξώματος κι αυτόνομους χώρους ψύξης κι εξελιγμένες μονάδες ψύξης οι οποίες παρείχαν μεγαλύτερη ευκολία κίνησης στα οχήματα που έπρεπε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις στην αχανή χώρα.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι γαλακτοβιομηχανίες – και πάλι πρώτα στις ΗΠΑ κι αργότερα στην Ευρώπη- συστηματοποιούν τα logistics του γάλακτος προκειμένου να υιοθετήσουν βέλτιστους τρόπους αξιοποίησης του στόλου οχημάτων και περιορισμού του μεταφορικού κόστους. Από τα χειρόγραφα δελτία κίνησης η αμερικανική γαλακτοβιομηχανία θα περάσει στη μηχανοργάνωση.

Παράγοντες που συστηματοποιούνται είναι στο εξής ο όγκος των προς παράδοση προϊόντων, ο μέσος ημερήσιος αριθμός παραδόσεων, τα κιβώτια ανά παράδοση, τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν, τα καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν, το κόστος των οδηγών/δομολόγιο, οι εργατώρες κ.ά. Η «route & customer profitability analysis» (ανάλυση κερδοφορίας διαδρομής και πελατών) που ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τότε οι μεγάλοι παίκτες της αμερικανικής βιομηχανίας «άρχισε να παράγει νέα και επιβεβαιώσιμα, αποδεκτά τυποποιημένα βήματα και διαδικασίες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εξίσου σε όλα τα περιφερειακά τμήματα της εταιρείας μας στο γάλα και το παγωτό» θυμάται σε παλιότερο άρθρο του στο περιοδικό Dairy Foods ο παλαίμαχος της γαλακτοβιομηχανίας Don Wilson, logistician σε κορυφαίες αμερικανικές βιομηχανίες ήδη από τη δεκαετία του 1960.

Και συμπληρώνει: « Μαθαίναμε πώς να εφαρμόζουμε τυποποιημένες τεχνικές αξιολόγησης της κερδοφορίας των παραδόσεων για μεμονωμένες διαδρομές, μεμονωμένους πελάτες και ακόμη και συγκεκριμένους προορισμούς».

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η διαδικασία ανάλυσης της κερδοφορίας και της παραγωγικότητας της διανομής ήταν ακόμη μια διαδικασία χειροκίνητη, κουραστική, αργή και βασιζόταν στο ιστορικό της κάθε διαδρομής. Όμως, έδειχνε ποιο ήταν το κόστος παράδοσης και η κερδοφορία μας: ανά διαδρομή και παραδοτέους πελάτες, σε ημερήσια, μηνιαία και ετήσια βάση. Είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε πώς θα μπορούσαν να μειωθούν τα κόστη και οι απώλειές μας καθώς και πώς συγκεκριμένο μείγμα προϊόντων επηρέαζε τους αριθμούς κερδοφορίας των μεμονωμένων πελατών».

Βυτίο μεταφοράς γάλακτος χωρητικότητας 12.000 λίτρων από την εταιρεία Γεννάδιος Ισαακίδης

 

Δεκαετία του ‘70

Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 έφεραν στο προσκήνιο των logistics του γάλακτος το ζήτημα της εξοικονόμησης ενέργειας- οι μέρες θύμιζαν σύμφωνα με δημοσιεύματα εκείνης της εποχής ‘ημέρες Β’ Παγκοσμίου Πολέμου’.

Η μεταφορά ψυχόμενου και κατεψυγμένου φορτίου τέθηκε  ξαφνικά στις ΗΠΑ (και την Ευρώπη)  σε ένα ιδιότυπο καθεστώς προτεραιότητας όσον αφορά τη διαχείριση στόλων. Μάλιστα το αμερικανικό κράτος αποφάσισε να βοηθήσουν οι ένοπλες δυνάμεις ιδιωτικούς στόλους οχημάτων μεταφέροντας με στρατιωτικά τρένα τα άδεια βυτία υγρών τροφίμων που επέστρεφαν από τις διανομές αποφεύγοντας την ‘σπατάλη καυσίμων με άδειο ρυμουλκούμενο’.

Με δεδομένο ότι η αγορά των καυσίμων δεν επέστρεψε ποτέ στα προ πετρελαϊκής κρίσης επίπεδα, η μεταφορά γάλακτος και τελικών προϊόντων επεξεργασίας γάλακτος μετατράπηκε σε μια δαπανηρή επιχειρηματική δραστηριότητα. Δαπανηρή κι ενεργοβόρα μέχρι και τις μέρες μας.

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν η εφοδιαστική αλυσίδα του γάλακτος επικεντρώθηκε σε τρία κορυφαία ζητήματα: α) την ασφάλεια του διακινούμενου προϊόντος και την υγιεινή της όλης διαδικασίας, β) τη μείωση του μεταφορικού κόστους με τη χρήση νέων εργαλείων βελτιστοποίησης διαδρομών και, γ) τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της μεταφοράς.

 

Περιβαλλοντική αφύπνιση- έρευνα Rabobank

Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην αλυσίδα αξίας των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία η οποία αναπτύσσεται πλέον σε πολλαπλά επίπεδα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η πολυεθνική εταιρεία ερευνών Rabobank, η γαλακτοβιομηχανία αντιμετωπίζει αυξανόμενη πίεση από διάφορες πλευρές για να υιοθετήσει βιώσιμη παραγωγή προϊόντων και να μειώσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Παρά τις διαφορές στα συστήματα εκτροφής ανά το κόσμο, οι περισσότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου προέρχονται από την εκμετάλλευση- τη φάρμα δηλαδή-  κι ακολουθούν οι μεταποιητές γαλακτοκομικών προϊόντων και το λιανεμπόριο.

Όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές της ολλανδικών συμφερόντων ερευνητικής εταιρείας, στην εφοδιαστική αλυσίδα του γάλακτος εμπλέκονται διάφοροι ενδιαφερόμενοι φορείς με μερίδιο ο καθένας στις εκπομπές ενώ η  μέτρηση και η μείωση αυτών των εκπομπών μπορεί να είναι πολύπλοκη διαδικασία και συχνά περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τη μη ευθυγράμμιση μεταξύ των κυβερνητικών κι επιχειρηματικών στόχων. Συχνά λοιπόν εξαγγέλλονται, τόσο από τις κυβερνήσεις όσο κι από τους επιχειρηματικούς ομίλους (περιβαλλοντικοί) στόχοι οι οποίοι είναι αδύνατο να υλοποιηθούν!

Η έρευνα της Rabobank (2023) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για  να προωθηθεί πραγματικά η υπόθεση της μείωσης των εκπομπών στη γαλακτοβιομηχανία, πρέπει να γίνουν τρία σημαντικά βήματα: 1) Ευθυγράμμιση μεταξύ των κυβερνητικών και βιομηχανικών στόχων ώστε να ξεπεραστούν τα (μερικές φορές περιττά) επίπεδα πολυπλοκότητας, 2) Αποδοχή από τη βιομηχανία της ανάγκης να επιταχυνθεί η μείωση των εκπομπών και να προετοιμαστεί για αυτή τη μετάβαση, και 3) Κίνητρα από τη βιομηχανία και από τις κυβερνήσεις προς τους αγρότες ώστε να αυξηθεί από τους τελευταίους η υιοθέτηση σύγχρονων μέτρων περιορισμού των εκπομπών.

Βυτίο μεταφοράς γάλακτος της εταιρείας Tsitsopoulos Bros η οποία ιδρύθηκε το 2014 με έδρα την Σκύδρα

 

Ελλάδα: Νέα διευρυμένα δίκτυα

Στην ελληνική αγορά γάλακτος έχουν σημειωθεί σημαντικές ανακατατάξεις τα τελευταία χρόνια καθώς η μείωση του αριθμού των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και η σπανιότητα του γάλακτος σε ορισμένες περιοχές της χώρας έχουν οδηγήσει τις μεγάλες αλλά κι αρκετές μεσαίες και μικρές γαλακτοβιομηχανίες και τυροκομικές να χτίσουν δίκτυα συλλογής γάλακτος σε αποστάσεις αδιανόητες μέχρι πριν μερικά χρόνια.

Θεσσαλικές εταιρείες αναζητούν (και βρίσκουν…) γάλα στα νησιά του βορειοδυτικού Αιγαίου ενώ κορυφαίες γαλακτοβιομηχανίες της ηπειρωτικής χώρας αναζητούν γάλα στην Κρήτη όπου μάλιστα δημιουργούν και σταθμούς συλλογής. Τοπικοί τυροκόμοι από την Πελοπόννησο μας εξηγούν ότι τα δίκτυα γάλακτος των Θεσσαλών ανταγωνιστών τους δεν αφήνουν για τους ντόπιους τυροκόμους ούτε στάλα γάλα!

Όπως είναι φυσικό, για τη διαχείριση τόσο μεγάλων σε έκταση αλυσίδων υπάρχει πολύ μεγάλη  ανάγκη για πλήρη τεχνολογική κάλυψη (σε οχήματα και αποθηκευτικά μέσα) και χρήση των πιο εξελιγμένων εργαλείων παρακολούθησης της μεταφοράς.

Από την πλευρά του το ελληνικό κράτος προωθεί εδώ και μερικά χρόνια το σύστημα Άρτεμις για την πλήρη καταγραφή της παραγωγής, της διακίνησης και των πωλήσεων στην αγορά του γάλακτος ενώ και οι επιχειρήσεις από τη δική τους πλευρά αναπτύσσουν εργαλεία που κάνουν τη δραστηριότητά τους πιο ΄διαφανή’ και μετρήσιμη.

Ελληνική αλυσίδα γάλακτος

Σύμφωνα με τον  Βλάση Τσέζο, CEO της Agritrack, «Η αλυσίδα του γάλακτος είναι μια δυναμική αλυσίδα, που στην Ελλάδα μόνο έρχεται να συντονίσει περίπου 45.000 παραγωγούς πρόβειου / γίδινου γάλακτος και περίπου 2.500 παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος. Είναι σύνθετη αλυσίδα και απαιτεί τη συνεργασία πολλών μερών, τα οποία, μάλιστα, έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα». Η Agritrack είναι μια νεότευκτη ελληνική εταιρεία η οποία παρέχει ολοκληρωμένη πλατφόρμα αυτοματοποίησης διαδικασιών  με στόχο την ψηφιοποίηση και τη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας.

Για να μπορέσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους,  να διαχειριστούν τα ευρύτερα δίκτυα γάλακτος, είναι αναγκασμένες να καταφύγουν σε επενδύσεις τόσο στο επίπεδο του ψηφιακού αυτοματισμού και της ιχνηλασιμότητας όσο και στο επίπεδο του μηχανολογικού εξοπλισμού και των οχημάτων. Αντίστοιχα κινούνται και οι κτηνοτρόφοι οι οποίοι αποτελούν μέρος της αλυσίδας αξίας του γάλακτος.

«Υπάρχουν αρκετοί μικροί κτηνοτρόφοι, οι οποίοι επιθυμούν να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο και να περάσουν στην τυροκομία. Και το είδαμε αυτό έντονα στην Dairy Expo 2022» μας λέει ο Χρήστος Ισαακίδης της εταιρείας Ισαακίδης Γεννάδιος  με έδρα στην Νέα Μαγνησία στη Θεσσαλονίκη και συμπληρώνει: «Υπάρχει, επίσης, δεύτερη κατηγορία παραγωγών που μεταποιούν 1.000-2.000 λίτρα την ημέρα αλλά και τρίτη κατηγορία επιχειρήσεων, οι οποίες μεταποιούν μέχρι και 20 τόνους την ημέρα και βλέπω σε όλες αυτές τις κατηγορίες έντονο ενδιαφέρον για επενδύσεις και τεχνολογική αναβάθμιση».

Αν και ανθηρή η ελληνική βιομηχανία κατασκευής βυτίων για την εφοδιαστική αλυσίδα του γάλακτος αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη κατάσταση η οποία έχει διαμορφωθεί ήδη από τα τέλη του 2021 κι εντάθηκε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

«Ο πόλεμος είναι πιο δύσκολη υπόθεση από την πανδημία, διότι, σήμερα, παρατηρούμε έλλειψη σε πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή βιομηχανικού εξοπλισμού. Για παράδειγμα, έχουν αλλάξει πολλοί κωδικοί στα αισθητήρια όργανα που εισάγουμε, ενώ ένα όργανο, σήμερα, καλείται να  εξυπηρετήσει δύο και τρεις λειτουργίες. Οι κατασκευαστές του εξωτερικού συρρικνώνουν το κωδικολόγιό  τους για να πετύχουν οικονομίες κλίμακας» μας εξηγεί ο Γιώργος Τσιτσόπουλος της εταιρείας Tsitsopoulos Bros η οποία ιδρύθηκε το 2014 με έδρα την Σκύδρα.

Η εταιρία, μεταξύ άλλων,  κατασκευάζει και υποστηρίζει τεχνικά την ελληνική αγορά με ανοξείδωτα βυτιοφόρα μεταφοράς υγρών τροφίμων, μηχανήματα επεξεργασίας τροφίμων και συστήματα άντλησης και καταγραφής υγρών τροφίμων.

Μεταφορά: Το μέγα στοίχημα

Η μεταφορά αποτελεί τομέα στον οποίο έχουν καταγραφεί πολλά και σημαντικά βήματα όπως π.χ. το λανσάρισμα βαρέων οχημάτων υδρογόνου μηδενικών εκπομπών αερίων. Πρόκειται για φορτηγά- βυτία που μπορούν να μεταφέρουν 55 τόνους γάλακτος- τέτοια χρησιμοποιεί η πολυεθνική εταιρεία γαλακτοπαραγωγής Royal FrieslandCampina η οποία στοχεύει στη μετάβαση ολόκληρου του στόλου της σε οχήματα μηδενικών εκπομπών. Τα φορτηγά-βυτία υδρογόνου, μπορούν να μεταφέρουν 2 έως 5 τόνους περισσότερο ωφέλιμο φορτίο από τα ηλεκτρικά φορτηγά που τροφοδοτούνται από μπαταρίες, λόγω του χαμηλότερου βάρους των συστημάτων καυσίμου υδρογόνου που διαθέτουν.


Κεντρική φωτογραφία: Παραλαβή γάλακτος στις εγκαταστάσεις του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων.

You might also like