Τυροκομείο Αρβανίτη: Επενδύσεις εξοπλισμού
Διπλασιάζεται η δυναμικότητα στην ποσότητα επεξεργασίας του γάλατος
Ο Μιχάλης Αρβανίτης από το βορειοελλαδίτικο Τυροκομείο Αρβανίτη αποτιμά τη χρονιά που αφήσαμε πίσω μας κι εξηγεί όπως είναι να βραβεύεσαι συνεχώς στο εξωτερικό, παλεύοντας όμως καθημερινά να καθιερωθείς ως εξαγωγική δύναμη.
Ρεπορτάζ: Λένα Μόσχου. Φωτογραφίες: Τυροκομείο Αρβανίτη
Σε αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού του προχώρησε το Τυροκομείο Αρβανίτη στη Νεοχωρούδα της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να καλύψει τις αυξημένες παραγωγικές απαιτήσεις που έχει δημιουργήσει η ανάπτυξη της εταιρείας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Εξαγωγές
Οι εξαγωγές του Τυροκομείου Αρβανίτη ξεκίνησαν το 1999, αυτή τη στιγμή αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του συνολικού τζίρου της εταιρείας, αποτελώντας σημαντικό κομμάτι των επιχειρηματικών σχεδίων της. Οι εξαγωγές του Τυροκομείου Αρβανίτης εκτός από την Ευρώπη, φθάνουν μέχρι την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τον Καναδά, ενώ στην Ελλάδα μπορεί κανείς να βρει προϊόντα της σε επιλεγμένα σουπερμάρκετ και delicatessen. Όπως μάς ανέφερε ο Μιχάλης Αρβανίτης, η εταιρεία είναι στη διαδικασία αδειών εξαγωγής για την Κόστα Ρίκα, ενώ ελπίζει πως φέτος θα μπορέσουν για πρώτη φορά να στείλουν τα προϊόντα τους μέχρι εκεί.
Σχετικά με το προηγούμενο έτος και τα προβλήματα, κυρίως οικονομικά, που αντιμετώπισαν οι κλάδοι της κτηνοτροφίας και της τυροκομίας, αλλά και αναφορικά με τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ο Μιχάλης Αρβανίτης μάς αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η έλλειψη τυριών ώθησε τις τιμές του γάλακτος σε πολύ μεγάλη αύξηση. Όλα τα τυροκομεία χρειαζόμασταν γάλατα διότι οι πωλήσεις είχαν εκτοξευτεί στην μετά-covid εποχή και βλέπαμε πως τα αποθέματά μας δεν θα επαρκούσαν».
Ο ίδιος περιγράφει το 2023 ως μια χρονιά όπου οι ανατιμήσεις τόσο του γάλακτος όσο και των τυριών ‘έτρεχαν’ από μήνα σε μήνα. Ξεκινώντας από τα μέσα της γαλακτοκομικής περιόδου, άφησαν πολλούς, και κτηνοτρόφους και μεταποιητές, να βαδίζουν σε άγνωστα μονοπάτια, μη γνωρίζοντας αν οι τιμές για την πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν θα ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς.
«Βέβαια ο καταναλωτής κλήθηκε να πληρώσει ένα, γενικότερα, πιο ακριβό καλάθι με μεγάλες αυξήσεις σε βασικά είδη και αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια και είχε επιπτώσεις στην κατανάλωση. Ωστόσο πρέπει να δούμε τη θετική πλευρά, ότι δηλαδή έτσι ενισχύθηκε η κτηνοτροφία που έβλεπε τα κόστη της να αυξάνονται από τις διεθνείς τιμές των δημητριακών και άλλων επιβαρύνσεων. Ήταν ένα μήνυμα στους ανθρώπους που κάνουν μια δύσκολη δουλειά, ότι μπορεί να ανταμειφθεί ο κόπος τους και καλό είναι να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην κτηνοτροφία».