Το Dairy News ‘ακτινογραφεί’ τα ΠΟΠ, ΠΓΕ και ΕΠΙΠ τυριά

Αναζήτηση και προστασίας της εθνικής παραγωγικής ταυτότητας

 Ιδιαίτερα πλούσια είναι η παράδοση από την οποία και χαρακτηρίζεται η τυροκομία στη χώρα μας, ενώ την ίδια στιγμή η τεχνολογική ένταση και μετεξέλιξη κρίνονται ως μικρές. Υπό αυτό το πρίσμα, η παραγωγή εξαντλείται συνήθως σε τοπικά επίπεδα την οποία και παράγουν μικρές τοπικές μονάδες ή ακόμη και οικογενειακές επιχειρήσεις με περιορισμένη δυναμική. Το γεγονός ότι τα εδάφη της Ελλάδος είναι σε συντριπτικό βαθμό ορεινά, αυτομάτως δυσκολεύει την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας, ευνοώντας ωστόσο την ίδια στιγμή την αιγοπροβατοτροφία. Σε αυτή την πραγματικότητα συμβάλουν βέβαια και οι εδαφοκλιματικές συνθήκες που είθισται να επικρατούν στην πατρίδα μας.

Η “ταυτότητα” της ελληνικής παραγωγής 

Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν κάτι παραπάνω από 166.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις αιγοπροβατοτροφίας, ενώ η ύπαρξη περισσοτέρων από 4,5 εκατ. κατσίκες κατατάσσει αυτομάτως την χώρα μας στην πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκή Ένωσης αναφορικά με τον αριθμό αιγών. Παράλληλα, το πλήθος των προβάτων στην πατρίδα μας υπολογίζεται σε 9 εκατ. που προσφέρουν το 30% του πρόβειου γάλακτος που  παράγεται συνολικά στην Ε.Ε. Το δε αιγοπρόβειο γάλα αντιπροσωπεύει το 60% της συνολικής παραγωγής, ενώ στα επίπεδα του 85% ανέρχεται η παραγωγή σε τυρί που προέρχεται από αιγοπρόβειο γάλα.

Σημαντικές ποσοτικές όσο και ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους εμφανίζουν το πρόβειο και το αγελαδινό γάλα σε μια σειρά από στοιχεία, όπως λ.χ. στο άρωμα, στη γεύση, στη χημική σύσταση και στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους. Στοιχείο, που αποτελεί ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο προϊόντων.

Σήμερα, ο παραδοσιακός τρόπος τυροκόμισης εξακολουθεί να συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος, επιβεβαιώνοντας στην πράξη τα ιδιοτυπικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, καθώς επίσης και την ποιοτική υπεροχή τους απέναντι σε παρεμφερή ή ακόμη και “συγγενών” προϊόντων τα οποία παρασκευάζονται σε άλλες χώρες και περιοχές. Αποτέλεσμα; Η χρησιμότητα και σκοπιμότητα της κατοχύρωσης και της προβολής των ίδιων των προϊόντων με το σύνολο των χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων που “εμπεριέχουν”.

Ευρωσύστημα προστασίας

Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992 λανσάρισε ένα σύστημα που αφορούσε στην εν γένει προώθηση και προστασία των προϊόντων τα οποία χαρακτηρίζονται ως “παραδοσιακά”. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία προέκυψε από την ανάγκη προστασίας όσο και ανάδειξης της ποιοτικής υπεροχής ενός προϊόντος, αλλά και της γνησιότητάς του σε σύγκριση με αντίστοιχα προϊόντα τα οποία να μεν χρησιμοποιούν το όνομά του (τον τύπο του προϊόντος για την ακρίβεια), ωστόσο δεν θεωρούνται ως γνήσια. Υπό αυτό το πρίσμα, δημιουργήθηκαν τα συστήματα των:

α) Προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ),

β) Προϊόντων Προστατευόμενης Γεωγραφικής Προέλευσης (ΠΓΕ) και

γ) Εγγυημένο Παραδοσιακό Ιδιότυπο Προϊόν (ΕΠΙΠ).

Αυτά, προστατεύουν και προωθούν τις γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς επίσης και τις ονομασίες προέλευσης των ίδιων των αγροτικών προϊόντων. Ταυτόχρονα, λαμβάνουν υπόψιν τους και τα ιδιοτυπικά χαρακτηριστικά τους. Όμως, αλήθεια, ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ των παραπάνω συστημάτων;

Ο παραδοσιακός τρόπος τυροκόμισης εξακολουθεί να συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος, επιβεβαιώνοντας στην πράξη τα ιδιοτυπικά χαρακτηριστικά των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων.

 

Ορισμοί ΠΟΠ, ΠΓΕ και ΕΠΙΠ 

Ο χαρακτηρισμός Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) “ταυτοποιεί” ένα προϊόν το οποίο με τη σειρά του κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και από χώρα, η δε ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του οφείλονται πρωτίστως στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον που συμπεριλαμβάνει τους εγγενείς φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες. Ταυτόχρονα, το σύνολο των σταδίων της παραγωγής του λαμβάνουν χώρα εντός των ορίων της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Το Προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Προέλευσης (ΠΓΕ) διακρίνει ένα προϊόν το οποίο έλκει την καταγωγή του από ένα, συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή χώρα, του οποίου κάποιο συγκεκριμένο ποιοτικό χαρακτηριστικό  μπορεί να αποδοθεί στη γεωγραφική του προέλευση. Επιπροσθέτως, ένα τουλάχιστον από τα στάδια της παραγωγής του εκτελείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Όσο για το Εγγυημένο Παραδοσιακό Ιδιότυπο Προϊόν (ΕΠΙΠ), περιγράφουν ένα ιδιότυπο προϊόν. Μάλιστα, συνήθως αξιοποιεί παραδοσιακές πρακτικές στον τρόπο της παραγωγής του ή ακόμα και στα στάδια μεταποίησης και σύνθεσής του. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το γεγονός ότι η παραγωγή του βασίζεται σε παραδοσιακά υλικά και πρώτες ύλες. Άρα, αφορά προϊόντα τα οποία και στηρίζονται εν γένει στην παράδοση, ενώ την ίδια στιγμή  παρουσιάζουν και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής καλλιέργειας και στις ειδικές συνθήκες παραγωγής και μεταποίησής τους.

 Τα προϊόντα ΠΟΠ και τα ΠΓΕ διακρίνονται για τα ειδικά χαρακτηριστικά της ποιότητάς τους, τα οποία διασφαλίζουν τους εν λόγω χαρακτηρισμούς. Η σχέση των προϊόντων με τα χαρακτηριστικά της περιοχής και την ιστορία του τόπου, παίζει καταλυτικό ρόλο στην κατοχύρωσή τους ως ΠΟΠ ή ως ΠΓΕ. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων οφείλονται στην καταγωγή της προέλευσής τους, αλλά και στους εν γένει δεσμούς που έχουν με το έδαφος, το κλίμα, την ιστορία και τους ίδιους τους ανθρώπους της συγκεκριμένης περιοχής.

Εν τάχει, οι κύριες διαφορές μεταξύ των προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ είναι πως η σχέση των πρώτων με κάθε περιοχή χάνεται βαθιά στον χρόνο, ενώ τα ΠΓΕ είναι περισσότερο… νεοτερικά προϊόντα.

Γνωρίζετε τα ελληνικά ΠΟΠ τυριά; 

Αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση υφίστανται κάτι παραπάνω από 1.272 καταχωρημένα προϊόντα στο Ευρωπαϊκό Μητρώο Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης και Γεωγραφικών Ενδείξεων. Από αυτά, περισσότερα από 590 προϊόντα είναι ΠΟΠ, 633 είναι ΠΓΕ και τα υπόλοιπα 49 είναι ΕΠΙΠ. Μάλιστα, από τα 590 ΠΟΠ προϊόντα, τα 185 δεν είναι κάτι άλλο από τυριά!

Η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Κοινότητα σε ότι αφορά το πλήθος των επωνυμιών με 21 ΠΟΠ τυριά. Την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Ιταλία με 48 καταχωρημένες ονομασίες ΠΟΠ τυριών, ακολουθεί η Γαλλία με 45 και την πρώτη τριάδα συμπληρώνει η Ισπανία με 26. Κάτω από την Ελλάδα βρίσκεται η Αγγλία και ακολουθούν η Γερμανία, η Ολλανδία κ.ά. που συμμετέχουν με λιγότερες κατοχυρωμένες ονομασίες.

Ποια είναι τα Π.Ο.Π. τυριά της Ελλάδος; Πρόκειται για τα:

Ανεβατό,  Μπάντζος, Φέτα, Φορμαέλλα Αράχοβας, Γαλοτύρι, Γραβιέρα Αγράφων, Γραβιέρα Κρήτης, Γραβιέρα Νάξου, Καλαθάκι Λήμνου, Κασέρι, Κατίκι Δομοκού, Κεφαλογραβιέρα, Κοπανιστή, Λαδοτύρι Μυτιλήνης, Μανούρι, Μετσοβόνε, Πικτόγαλο Χανίων, San Μιχάλη, Σφέλα ή Φέτα της Φωτιάς, Ξυνομυζήθρα Κρήτης.

Υπάρχουν αρκετοί, όμως, που αναρωτιούνται εάν και τι είδους είναι τα οφέλη που προκύπτουν από την επιλογή προϊόντων με Γεωγραφική Ένδειξη. Η απάντηση είναι καταφατική και αφορά κάθε εμπλεκόμενο ξεχωριστά, καθώς ο παραγωγός επιτυγχάνει σαφώς υψηλότερες τιμές εξαιτίας της παρεχόμενης υψηλής ποιότητας και της αναγνωρισιμότητας των προϊόντων του. Ταυτόχρονα, υπάρχει απόλυτη προστασία από πρακτικές και φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού και οφείλονται στην προώθηση προϊόντων τα οποία και αποτελούν πιστές απομιμήσεις μεν, ωστόσο δεν είναι γνήσια δε. Συν τοις άλλοις, υπάρχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του καταχωρημένου και προστατευμένου από τον κανονισμό ονόματος του προϊόντος.

Η φέτα είναι ένα από τα πιο διάσημα ΠΟΠ προϊόντα και, τουλάχιστον σε οτι αφορά την ελληνική αγορά, αποτελεί το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών ΠΟΠ προϊόντων.

 

Πως διαμορφώνεται η αγορά των ΠΟΠ; 

Πτωτική κρίνεται η πορεία της παραγωγής τυροκομικών προϊόντων ΠΟΠ από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις κατά τα τελευταία έτη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που διενήργησε η ICAP. Συγκεκριμένα, η παραγωγή το 2012 ήταν 95.434 τόνοι, μειωμένη κατά 7,2% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο έτος. Μάλιστα, εκείνη τη χρονιά καταγράφηκε επίσης μείωση ποσοστού της τάξεως του 8,3% σε σχέση με το 2010. Κατά την τετραετία 2008-2012, η συμμετοχή των ΠΟΠ προϊόντων στη συνολική βιομηχανική παραγωγή τυροκομικών στην Ελλάδα ανερχόταν περίπου σε ποσοστό της τάξεως του 55% σε σχέση με τα υπόλοιπα τυροκομικά. Ωστόσο, το 2012 εμφανίζεται μια σημαντική μεταστροφή στην αγορά, καθώς η συμμετοχή των ΠΟΠ προϊόντων μειώνεται αρκετά, στο 49%. Μείωση που οφείλεται στην αύξηση του κόστους με το οποίο επωμίζονται οι παραγωγοί γάλακτος (λ.χ. τιμές ζωοτροφών) και αυτομάτως πολλοί κτηνοτρόφοι μειώνουν την παραγωγή γάλακτος, με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή τυροκομικών προϊόντων και δη της φέτας.

Δίχως αμφιβολία, η φέτα αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο στην εγχώρια παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Για την ακρίβεια, το 2012 κάλυψε περίπου το 90% (ήτοι 86.211 τόνοι) της συνολικής Ελληνικής παραγωγής τυροκομικών προϊόντων ΠΟΠ. Ταυτόχρονα, κατέχει πρωταρχική θέση και στο επίπεδο των εξαγώγιμων ΠΟΠ προϊόντων της χώρας μας.

Αναφορικά με την παραγωγή των υπόλοιπων ΠΟΠ προϊόντων, στη δεύτερη θέση συναντάται το κασέρι, το οποίο το 2012 αντικατόπτριζε ποσοστό 2,7% (2.552 τόνοι) της συνολικής παραγωγής τυριών ΠΟΠ, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η κεφαλογραβιέρα που κατάφερε να αποσπάσει μερίδιο αγοράς της τάξεως του 2,6% (2.439 τόνοι) της παραγωγής τυριών ΠΟΠ.

Διατροφική αξία των τυριών ΠΟΠ 

Τα αιγοπρόβεια τυριά ΠΟΠ (λ.χ. φέτα, γραβιέρα Κρήτης, κεφαλογραβιέρα) χαρακτηρίζονται ως προβιολογικά προϊόντα καθώς παράγονται από γάλα αιγοπροβάτων που σε μεγάλο χρονικό διάστημα διατρέφονται με ελεύθερη βόσκηση, και κυρίως σε ορεινές και ημιορεινές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές. Ο συνδυασμός, λοιπόν, των εν λόγω προϊόντων με βασικά συστατικά στοιχεία της υγιεινής του ανθρώπου, μέσω του σύγχρονου μοντέλου της ‘Μεσογειακής διατροφής’, αποτελούν βασικό κριτήριο για την επιλογή των αιγοπρόβειων τυριών ΠΟΠ ποιμενικής εκμετάλλευσης, ως απαραίτητο διατροφικό προϊόν.

Υπάρχουν σειρά ερευνών που συνιστούν την ημερήσια κατανάλωση γαλακτοκομικών ΠΟΠ της τάξεως των 60 γραμμαρίων, προκειμένου να θωρακιστεί ο οργανισμός του καταναλωτή, καθώς κατ’ αυτό τον τρόπο ο τελευταίος καλύπτει ένα μεγάλο ποσοστό των αναγκών του σε πρωτεΐνες, ασβέστιο, καθώς επίσης και σε βιταμίνη Α! Επιπροσθέτως, γίνεται πρόσληψη σημαντικής ποσότητας φωσφόρου, σιδήρου και βιταμινών Β και D. Π.Μ.

Δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του περιοδικού Dairy News, Μάρτιος 2016.

 

 

You might also like