Άρθρο: Βόσκηση αιγών/ προβάτων και  ποιότητα προϊόντων

Τρεις επιστήμονες- ερευνητές γράφουν για την ιδιαίτερη αυτή σχέση.

Μπορεί η βόσκηση των αιγών και των προβάτων να εξασφαλίσει την υγεία των ζώων αλλά και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων;
Κείμενο: Νικόλαος Βουτζουράκης, Δρ Σμαράγδα Σωτηράκη και Δρ Αλέξανδρος Στεφανάκης *

 

Η εκτροφή των προβάτων και των αιγών αποτελεί το σημαντικότερο κλάδο της ζωικής παραγωγής στη χώρα μας εξασφαλίζοντας το εισόδημα σε πολλές οικογένειες της ελληνικής υπαίθρου που έχουν κοινό χαρακτηριστικό τη συγκέντρωσή τους (πάνω από 80%) σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της χώρας π.χ.
ημιορεινές και ορεινές, όπου η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών εισοδήματος είναι προβληματική.

Η εκτροφή των ζώων αυτών δηλαδή, ουσιαστικά δίνει την δυνατότητα να αξιοποιηθούν βοσκότοποι που δεν είναι κατάλληλοι για την εκτροφή μεγαλύτερων ζώων ή για καλλιέργειες φυτών. Για τον κτηνοτρόφο, η βόσκηση φυσικών και καλλιεργήσιμων βοσκοτόπων αποτελεί μία σημαντική πηγή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών για τα ζώα του, που μειώνει το κόστος παραγωγής. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις μονάδες εκτατικού/ήμι-εντατικού τύπου, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα. Επιπλέον, η συμβολή της αιγοπροβατοτροφίας στην ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών αγροτικών περιοχών αλλά και στην προστασία του τοπικού φυσικού περιβάλλοντος είναι ιδιαίτερης σημασίας.

Πέραν όμως της οικονομικής σπουδαιότητας της βόσκησης, νέα επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν επιπρόσθετα οφέλη τόσο για τον κτηνοτρόφο όσο για τον καταναλωτή. Δύο από τα πιο σημαντικά είναι η θετική επίδραση στη διατροφική ποιότητα του γάλακτος και του κρέατος, αλλά και οι δυνατότητες που προσφέρει για τη διαχείριση του προβλήματος των παρασιτώσεων από γαστρεντερικά νηματώδη.

Η βόσκηση αποτελεί βασική παράμετρο στην εκτροφή των προβάτων καθώς καλύπτει μεγάλο μέρος της διατροφής τους και προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλή διατροφική ποιότητα στα παραγόμενα προϊόντα.

 

Σχέση βόσκησης- ποιότητας

Τα τελευταία 20 χρόνια, υπάρχει αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για την επίδραση που έχει η διατροφή των ζώων στη σύσταση των προϊόντων τους (κρέας, γάλα) και ιδιαίτερα ως προς την περιεκτικότητα αυτών σε βιταμίνες, φυσικά αντιοξειδωτικά και άλλα βιοενεργά συστατικά. Η τάση αυτή ενισχύεται  με δεδομένα από τον ιατρικό χώρο σύμφωνα τα οποία, η περιεκτικότητα του λίπους σε συγκεκριμένα λιπαρά οξέα και βιταμίνες είναι μεγαλύτερης σημασίας για την υγεία του καταναλωτή από την συνολική ποσότητα πρόσληψης λίπους.

Συγκεκριμένα, η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπών π.χ. λαυρικό, μυριστικό, παλμιτικό συνδέεται άμεσα με αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Αντίθετα, η πρόσληψη μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, όπως το ελαϊκό και πολυακόρεστων όπως τα ω-6 λινολεϊκό και συζευγμένο λινολεϊκό (CLA) ή τα ω-3 α-λινολενικό, δοκοσαπεντανοϊκό (DPA) και δοκοσαεξανοϊκό (DHA) έχουν συνδεθεί με προστατευτικές δράσεις για την υγεία του ανθρώπου.

Το λίπος στο γάλα και στο κρέας περιέχει φυσιολογικά υψηλές συγκεντρώσεις των ανεπιθύμητων κορεσμένων λιπαρών οξέων, αλλά είναι και η σημαντικότερη πηγή στη διατροφή του ανθρώπου για πολλά από τα «καλά» λιπαρά οξέα. Με δεδομένο ότι τα ζωικά προϊόντα αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στη διατροφή του ανθρώπου και αποτελούν πηγή πολλών θρεπτικών ουσιών, η βελτίωση της σύστασης του λίπους τους αποτελεί ένα σημαντικό στόχο.

Ο ευκολότερος τρόπος επηρεασμού των συστατικών αυτών είναι η διατροφή των ζώων. Συγκεκριμένα παραδείγματα επίδρασης της διατροφής στο προφίλ των λιπαρών οξέων είναι:

  • Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις σε λινολεϊκό, α-λινολενικό και συζευγμένο λινολεϊκό οξύ στο κρέας και στο γάλα ζώων των οποίων η διατροφή περιελάμβανε βόσκηση σε φυσικούς ή καλλιεργήσιμους λειμώνες όταν συγκρίνονται με προϊόντα από ζώα που διατρέφονταν κυρίως με συμπληρωματικές συμπυκνωμένες ζωοτροφές. Η μεταβολή αυτή στο προφίλ των λιπαρών οξέων συνδέεται με το υψηλό ποσοστό των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων που υπάρχουν στα φυτά.
  • Παρόμοιες μεταβολές στο προφίλ των λιπαρών οξέων έχουν παρατηρηθεί σε ζώα που μειώθηκε η χορήγηση συμπληρωματικής ζωοτροφής και αυξήθηκε το χρονικό διάστημα βόσκησης.
  • Αντίστοιχα οφέλη, έχουν παρατηρηθεί και με τη χρήση σανού από σιτηρά ή ψυχανθή. Τα οφέλη αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή σε προγράμματα διατροφής που περιέχουν υψηλό ποσοστό χορτονομής (> 60/40 – σανός/συμπληρωματική)
  • Τα μεγαλύτερα οφέλη παρατηρήθηκαν όταν τα ζώα έβοσκαν φρέσκα χόρτα που βρίσκονταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, σε σύγκριση με χόρτα που είχαν ανθίσει ή τα κατανάλωναν με μορφή σανού.
  • Επιπλέον, τα οφέλη είναι πιο σημαντικά όταν κατά τη βόσκηση καταναλώνονται ψυχανθή από ότι σιτηρά ή άλλα κτηνοτροφικά φυτά.
  • Πέραν όμως των αλλαγών που μπορεί να έχει η βόσκηση στην σύσταση του λίπους, θεωρείται ότι μπορεί να αυξήσει και τη συγκέντρωση στο γάλα και στο κρέας κι άλλων επιθυμητών μικροθρεπτικών συστατικών. Η βιταμίνη Α, τα καροτενοειδή και οι τοκοφερόλες αποτελούν ουσίες των οποίων η συγκέντρωση θεωρείται ότι επηρεάζεται θετικά από τη βόσκηση.

Έλεγχος παρασίτων

Η βόσκηση λοιπόν, αποτελεί βασική παράμετρο στην εκτροφή των προβάτων καθώς καλύπτει μεγάλο μέρος της διατροφής τους και προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλή διατροφική ποιότητα στα παραγόμενα προϊόντα. Ταυτόχρονα όμως εκθέτει τα ζώα και σε διάφορους κινδύνους όπως είναι τα παράσιτα (και ως επί το πλείστον τα γαστρεντερικά παράσιτα). Οι μολύνσεις από τα παράσιτα αυτά παρότι δεν προκαλούν συνήθως κλινική νόσηση των ζώων, προκαλούν σημαντικές άμεσες κι έμμεσες απώλειες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η μείωση της παραγωγής, η υποβάθμιση του ζωικού κεφαλαίου αλλά και η δημιουργία προβλημάτων στα παραγόμενα ζωικά προϊόντα με την παρουσία σε αυτά ανθελμινθικών ουσιών. Παραδοσιακά, η αντιμετώπιση των παρασίτων βασιζόταν στη επαναλαμβανόμενη χρήση ανθελμινθικών φαρμάκων. Πολλές φορές όμως, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί τρία σημαντικά προβλήματα:

1) την εμφάνιση του φαινόμενου της ανθελμινθοαντοχής, δηλαδή της ανάπτυξης πληθυσμών παρασίτων, οι οποίοι είναι ανθεκτικοί σε μία ή περισσότερες από τις διαθέσιμες ομάδες ανθελμινθικών ουσιών (βενζιμιδαζόλες, λεβαμιζόλη, μακροκυκλικές λακτόνες),

2) την ανάγκη περιορισμού της χρήσης ανθελμινθικών στις εκτροφές αιγών και προβάτων γαλακτοπαραγωγικής κατεύθυνσης  (χορηγούνται μόνο την περίοδο που δεν αρμέγονται τα ζώα) εξαιτίας της πιθανής ύπαρξης καταλοίπων στο γάλα,

3) την απώλεια εισοδήματος του παραγωγού λόγω μείωσης της παραγωγικότητας της κτηνοτροφικής μονάδας.

Σήμερα, η ευρωπαϊκή και η ελληνική νομοθεσία απαιτεί α) την παραγωγή ασφαλών και υγιεινών ζωοκομικών προϊόντων, β) την προστασία του περιβάλλοντος και  γ) την εξασφάλιση της ευζωίας των ζώων. Επιπρόσθετα, προωθεί τη χρήση βιώσιμων και αποτελεσματικότερων μεθόδων για την αντιμετώπιση των νοσημάτων των ζώων.  Η νέα αυτή τάση πρέπει να στηρίζεται στην επιστημονική γνώση που βοηθάει τους κτηνοτρόφους να αντιμετωπίζουν πιο οικονομικά και πιο δραστικά τις παρασιτικές ασθένειες με την εφαρμογή σύγχρονων πρακτικών και θεραπειών.

 

Σχήμα 1. Ο κύκλος των γαστρεντερικών νηματωδών στα μικρά μηρυκαστικά
Στο Σχήμα 1 φαίνονται οι τρεις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα πρέπει να βασίζονται οι εναλλακτικές στρατηγικές. Από αυτές τόσο η χρήση φυσικών ανθελμιθικών όσο και η μείωση της έκθεσης του ζώου στα παράσιτα συνδέονται άμεσα με τη βόσκηση.

 

Χρήση φυσικών ανθελμιθικών

Η έρευνα για την ανεύρεση φυσικών ανθελμινθικών  ουσιών επικεντρώνεται κυρίως στις τανίνες που βρίσκονται σε υψηλές συγκεντρώσεις σε πολλά φυτά, κυρίως ψυχανθή, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ονοβρυχίδα (Onobrychis viciifolia scop.) και τον λωτό (Lotus corniculatus, L.). Επιπρόσθετα, μελέτες με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχουν γίνει και για τα ρείκια (Erica spp.), το κτηνοτροφικό ραδίκι (Cichorium intybus), το χαρούπι (Ceratonia siliqua), τον πρίνο (Quercus coccifera) και το σκίνο (Pistacia lentiscus).

Οι ανθελμινθικές ιδιότητες που έχουν αποδοθεί στην παρουσία  των τανινών είναι:

  • η μείωση του αριθμού των αυγών των παρασίτων που αποβάλλονται μέσω των κοπράνων του ζώου,
  • η μείωση της εγκατάστασης των προνυμφών στο γαστρεντερικό σωλήνα των ζώων και,
  • η επίδραση στην εξέλιξη των αυγών των παρασίτων στο βοσκότοπο.

Η δράση των φυσικών τανινών και φλαβονοειδών διαφέρει από αυτή των χημικών ανθελμιθικών, αφού δεν σκοτώνουν τα παράσιτα αλλά επηρεάζουν διάφορες βιολογικές τους λειτουργίες. Η συγκέντρωση, όμως, των ουσιών στο φυτό δεν είναι σταθερή αλλά επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως τη σύσταση του εδάφους, το στάδιο ανάπτυξης του φυτού κ.ά.

Για τον κτηνοτρόφο, η βόσκηση φυσικών και καλλιεργήσιμων βοσκοτόπων αποτελεί μία σημαντική πηγή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών για τα ζώα του, που μειώνει το κόστος παραγωγής

 

Έκθεση  ζώων στις προνύμφες

Η βόσκηση αποτελεί το κύριο μέσο, από το οποίο μολύνονται τα ζώα με τις προνύμφες των παρασίτων. Επομένως, οποιαδήποτε στρατηγική μειώνει τον αριθμό των παρασίτων στο λειμώνα ή την πρόσβαση των ζώων σε επιβαρυμένους βοσκότοπους επηρεάζει και τα επίπεδα μόλυνσης του κοπαδιού. Έχουν μελετηθεί και προταθεί σε παγκόσμια κλίμακα πολλές στρατηγικές μείωσης της μόλυνσης των κοπαδιών. Οι περισσότερες έχουν ως βάση τέσσερεις κύριες παρεμβάσεις.

  1. Τη ελάττωση της επιβάρυνσης με παράσιτα των βοσκοτόπων από τα ζώα, μέσω της μείωσης της πυκνότητας βόσκησης (αριθμό των ζώων ανά στρέμμα).
  2. Τη θανάτωση των προνυμφών στο χωράφι, μέσω της χρήσης φυσικών εχθρών (π.χ. νηματωδοφάγους μύκητες) ή της βόσκησης του ίδιου χωραφιού από διαφορετικά ζώα (π.χ. αγελάδες οι οποίες μολύνονται από διαφορετικά παράσιτα κά.).
  3. Την αξιοποίηση της δυνατότητας φυσικής «απολύμανσης» του βοσκότοπου μέσω της εκμετάλλευσης του ρυθμού θανάτου των προνυμφών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή τεχνικών περιτροπικής βόσκησης, με τη χρήση σταθερών ή κινητών περιφράξεων.
  4. Τη χρήση «καθαρών» χωραφιών, που δεν έχουν βοσκηθεί για τη βόσκηση ζώων νεαρής ηλικίας, όπως τα αμνοερίφια και τα ζώα αντικατάστασης τα οποία και είναι πιο ευαίσθητα στα γαστρεντερικά παράσιτα.

Κλείνοντας

Οι φυσικοί και καλλιεργήσιμοι βοσκότοποι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για την ανάπτυξη της ελληνικής αιγο-προβατοτροφίας. Αποτελούν ίσως το σημαντικότερο συντελεστή οικονομικής στήριξης των κτηνοτρόφων, αλλά και ένα όπλο που, εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να προσφέρει:

  • προστιθέμενη αξία στα προϊόντα,
  • προστασία της υγείας των ζώων και
  • βελτίωση της παραγωγικότητάς τους.

—————————————————————————————————-

Το κείμενο βασίζεται σε αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος   LowInputBreeds που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ (7FP Collaborative project). Πληροφορίες: Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Θεσσαλονίκης, Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός –ΔΗΜΗΤΡΑ. Επικοινωνία με τους επιστήμονες- ερευνητές: [email protected], [email protected], [email protected]. Δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του Dairy News, Μάρτιος 2017. Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τους επιστήμονες.

 

You might also like