Πυλώνας της ανάπτυξης η σχέση της αγροδιατροφής με τον τουρισμό
Πρώτα συμπεράσματα από την έρευνα της PWC για λογαριασμό της πολιτείας.
Παρουσιάστηκαν σήμερα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στην Αθήνα, τα πρώτα συμπεράσματα από τις εργασίες των Ομάδων που δραστηριοποιούνται εδώ και μερικούς μήνες στο πλαίσιο του Φόρουμ Αγροδιατροφής- Βιομηχανίας και Τουρισμού.
Ρεπορτάζ- φωτογραφίες: Θανάσης Αντωνίου
Στην εκδήλωση, στην οποία παραβρέθηκαν υπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων, ο πρόεδρος του ΣΕΒ και εκπρόσωποι του τουριστικού κλάδου, παρουσιάστηκαν από τα στελέχη της ερευνητικής/ συμβουλευτικής εταιρείας PWC τα πρώτα αποτελέσματα μιας μεγάλης έρευνας που πραγματοποιούν εδώ και καιρό για τον ελληνικό τουρισμό. Η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα καθώς απομένει να εκπονηθεί από την εταιρεία το τελευταίο στάδιό της όπου επιτροπές στρατηγικής θα ασχοληθούν με τη διαμόρφωση ενός τελικού σχεδίου, ενός ‘οδικού χάρτη’ για τον ελληνικό τουρισμό.
Η σημερινή εκδήλωση είχε τίτλο «Διασύνδεση Αγροδιατροφής και Βιομηχανίας με τον Τουρισμό – Προοπτικές» και σε αυτή απεύθυναν χαιρετισμό εκπρόσωποι του αγροδιατροφικού κλάδου, της βιομηχανίας και του τουρισμού.
Οι υπουργοί Δραγασάκης- Αποστόλου
Ο Γιάννης Δραγασάκης, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, αναφέρθηκε στις προοπτικές του αγροδιατροφικού κλάδου στην Ελλάδα, τις οποίες χαρακτήρισε θετικές και μετέφερε την εμπειρία του από τις επαφές που είχε πρόσφατα, κατά τη διάρκεια των περιοδειών του ανά την Ελλάδα για τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια, όπου είχε την ευκαιρία να μιλήσει με επιχειρηματίες κι επαγγελματίες της περιφέρειας διαπιστώνοντας ότι το ποιοτικό ελληνικό προϊόν κατακτά όλο και περισσότερες θέσεις στο διεθνή ανταγωνισμό. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην παρουσία των ελληνικών προϊόντων στα Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών που έχει ανέλθει στο 30% των πωλούμενων προϊόντων τους ενώ δύο δεκαετίες πριν ήταν στο 2-3%.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Αποστόλου αναφέρθηκε στην προσπάθεια να αναδειχθεί ο αγροδιατροφικός χώρος στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενώ ο ίδιος θεωρεί την ανάδειξη αυτή ως έναν από τους βασικότερους στόχους της παρούσας κυβέρνησης. Αναφέρθηκε μάλιστα στα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας σχολιάζοντας στην πτώση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων από τα 2 δισ. ευρώ το 2014 στα 480 εκατ. το 2016, έλλειμμα το οποίο και τείνει το 2017 σε πλήρη ισοσκελισμό, ενώ, αντίθετα, στα τρόφιμα υπάρχει ακόμα μεγάλο έλλειμμα που ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ.
Ο Β. Αποστόλου, αναφέρθηκε στα περίπου 30 εκατ. τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και οι οποίοι αναζητούν ποιοτικά προϊόντα με υψηλή θρεπτική αξία και εναλλακτικές μορφές ψυχαγωγίας και ξεκούρασης. «Η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα πλούσια παράδοση σε αυτές ακριβώς τις τουριστικές παραμέτρους και μπορούμε όχι μόνο να τους ικανοποιήσουμε, αλλά και να τους μετατρέψουμε σε ‘πρεσβευτές’ μας» είπε ο υπουργός ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στη φέτα και το γιαούρτι και τις επιθέσεις που δέχονται διεθνώς.
Χαρακτήρισε το γαστρονομικό τουρισμό ως «μια ιδιαίτερη μορφή αγροτουρισμού που προτείνει στον επισκέπτη να ακολουθήσει μια προσεκτικά επιλεγμένη διαδρομή, να δοκιμάσει τις παραδοσιακές γεύσεις της περιοχής, να γευτεί τα τοπικά κρασιά, να περιηγηθεί σε παραδοσιακούς οικισμούς και αρχαιολογικούς χώρους». Ο υπουργός όμως διευκρίνισε ότι για να επιτευχθεί αυτό, τα τρόφιμα θα πρέπει να αποκτήσουν κάποιες προϋποθέσεις: κρίσιμη μάζα, η ποιότητα και η καινοτομία στην παραγωγική διαδικασία.
Οι επιχειρηματίες
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, διευκρίνισε ότι η βιομηχανία και η τεχνολογία μπορούν να βοηθήσουν την αγροτική παραγωγή να εξελιχθεί και να αποκτήσει κρίσιμη μάζα. Αναφέρθηκε, μέσω ενός παραδείγματος, στην τομάτα και το πόσο μπορεί να βοηθήσει η υδροπονική γεωργία, μια κατ’ εξοχήν βιομηχανική δραστηριότητα την παραγωγή της, καθώς μια τέτοια παραγωγή στηρίζεται στην τεχνολογία. Έδωσε μάλιστα το παράδειγμα των drones τα οποία χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στην αγροτική παραγωγή στην Ευρώπη.
Ο Γιάννης Ρέτσος – Πρόεδρος ΣΕΤΕ, αναφέρθηκε στη δυναμική του τουρισμού αλλά ζήτησε να ενισχυθούν τόσο τα ποιοτικά όσο και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά του. Ιδίως προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της απασχόλησης και τη δημιουργία νέας οικονομικής δραστηριότητας εκεί όπου υπάρχει ανάγκη. «Ο ΣΕΤΕ με όχημα τον εμπλουτισμό της εμπειρίας που προσφέρουμε ως χώρα στους τουρίστες, αναδεικνύει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Ελλάδα, με αιχμή του δόρατος την αγροδιατροφή και τον πολιτισμό» είπε ο Γ. Ρέτσος.
Χαρακτήρισε τον τουρισμό και την αγροδιατροφή «εξαιρετικά κρίσιμους πυλώνες για τον εμπλουτισμό της προσφερόμενης εμπειρίας» και τόνισε ότι η ενίσχυση των δεσμών των δύο προσφέρει εισοδήματα στις τοπικές κοινωνίες. «Η προοπτική της διασύνδεσης αγροδιατροφής και τουρισμού είναι πολύ μεγαλύτερη από τα όποια εμπόδια προκύπτουν στην πορεία. Η εξάρτηση των δύο τομέων είναι σημαντική και αμφίδρομη, με περιθώρια ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης» είπε ο ισχυρός άνδρας του ελληνικού τουρισμού.
‘Γκρίζα εικόνα’ από την έρευνα της PWC
Η έρευνα που παρουσίασε η εταιρεία PWC κινήθηκε σε ένα μάλλον διαφορετικό κλίμα από αυτό που επιχείρησαν να περιγράψουν τα κυβερνητικά στελέχη, καθώς παρουσίασε μεν τη σχέση αγροδιατροφικού τομέα και τουρισμού, από την άλλη όμως, ανέδειξε τα πολλά προβλήματα που έχει αυτή η σχέση.
Η απροθυμία αρκετών ξενοδόχων να εντάξουν ελληνικά προϊόντα στις κουζίνες τους, η αδυναμία τους να συνεργαστούν με τοπικούς προμηθευτές ή μεσάζοντες στα αγροτικά προϊόντα, αλλά και η αδυναμία να βρουν στην ελληνική αγορά προϊόντα που επιθυμούν οι επισκέπτες τους, είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους αυτή η συνεργασία αγροδιατροφικού τομέα και τουρισμού δεν υλοποιείται πάντα.
Σημαντικό πρόβλημα επίσης, σύμφωνα με την έρευνα, είναι το γεγονός ότι ενώ ο κύριος όγκος των τουριστών κατευθύνεται προς τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη (σχεδόν το 50% του συνόλου των τουριστών), το κέντρο της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα βρίσκεται σχετικά μακριά: στην κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλία ως επί το πλείστον. Πάντως από την έρευνα προκύπτει ότι όσο υψηλότερη είναι η κατηγορία των ξενοδοχείων σε αστέρια και όσο πιο υψηλό είμαι το επίπεδο των τουριστών που δέχεται, τόσο πιο στενή είναι η σχέση ποιοτικών ελληνικών προϊόντων και ξενοδοχειακής κουζίνας.