Παρουσιάστηκε η έρευνα των o.mind creatives και Optilog
Αφορά στα logistics του γαλακτοκομικού & τυροκομικού κλάδου.
Παρουσία πολλών τυροκόμων, στελεχών επιχειρήσεων αλλά και μεμονωμένων επισκεπτών της έκθεσης Dairy Expo 2018, παρουσιάστηκε την Κυριακή 11 Νοεμβρίου στο Metropolitan Expo η «1η Έρευνα για την Καταγραφή-Αποτύπωση της Υφιστάμενης Κατάστασης & των Προοπτικών του Μέλλοντος στη Λειτουργία της Εφοδιαστικής Αλυσίδας στη Βιομηχανία Γαλακτοκομικών Προϊόντων». Τα σημαντικά συμπεράσματά της σχολίασαν στη συνέχεια παράγοντες του κλάδου.
Φωτογραφίες: Ιωάννης Ντρίγιος
Την παρουσίαση έκανε ο επικεφαλής της Optilog Advisory Services Βασίλης Ζεϊμπέκης (στην κεντρική φωτογραφία), καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Logistics, ο οποίος είχε μαζί με τους Αναστάσιο Γιαλό και Ιωάννα Φραγκιαδάκη, την επιστημονική επιμέλεια της έρευνας. Την παρουσίαση της εκδήλωσης και το συντονισμό της συζήτησης που ακολούθησε είχε ο δημοσιογράφος Θανάσης Αντωνίου, αρχισυντάκτης του περιοδικού Dairy News.
Τα συμπεράσματα της έρευνας πολλά και εντυπωσιακά, θα παρουσιαστούν αναλυτικά στο επόμενο τεύχος του περιοδικού Dairy News, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον προσεχή Δεκέμβριο. Εδώ θα περιοριστούμε στο να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με την έρευνα, η πρόβλεψη της ζήτησης και η διαχείριση του αποθέματος στο 46% των εταιρειών του δείγματος πραγματοποιείται με την εμπλοκή στελεχών από το τμήμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, ωστόσο παρατηρείται κι ένα σημαντικό ποσοστό εταιρειών (44%) οι οποίες εκτελούν την πρόβλεψη ζήτησης μέσω του τμήματος των πωλήσεων.
Το εντυπωσιακό είναι ότι μια στις δύο εταιρείες παραγωγής κι εμπορίας γαλακτοκομικών προϊόντων, χρησιμοποιούν εμπειρικούς τρόπους για την πρόβλεψη της ζήτησης, ενώ ποσοτικές μεθόδους με παράλληλη χρήση πληροφοριακών συστημάτων χρησιμοποιούν μόνο το 33% των εταιρειών του δείγματος.
Το ετήσιο γύρισμα των αποθεμάτων για το 74% των εταιρειών παραγωγής/ εμπορίου γαλακτοκομικών/ τυροκομικών προϊόντων κυμαίνεται μεταξύ 1-6 φορές (δηλαδή από 12 ως 2 μήνες).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δείγμα αποτελείτο από 65 εταιρείες, εκ των οποίων το 41% αφορούσε εταιρείες παραγωγής γαλακτοκομικών/ τυροκομικών προϊόντων, το 30% εταιρείες στο χονδρικό εμπόριο γαλακτοκομικών/ τυροκομικών προϊόντων, το 21% εταιρείες στο λιανικό εμπόριο ανάλογων προϊόντων, το 4% εταιρείες που ασχολούνται με την εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων γαλακτοπαραγωγής και το 4% τρίτες επιχειρήσεις του κλάδου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Β. Ζεϊμπέκη, ένα από τα κορυφαία ευρήματα της έρευνας είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των εταιρειών παραγωγής και εμπορίας γαλακτοκομικών/ τυροκομικών προϊόντων με in house logistics, εμφανίζονται θετικές σε μια δυνητική συνεργασία με εταιρείες 3PL, σημάδι ότι ο κλάδος ‘εμπιστεύεται’ τους επαγγελματίες της αποθήκευσης/ μεταφοράς και είναι διατεθειμένος, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να δώσει μερίδιο της διακίνησης των προϊόντων του.
Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιρειών του δείγματος θεωρούν ότι η έλλειψη επενδυτικών κεφαλαίων και το περιορισμένο φάσμα υπηρεσιών/ προϊόντων, αποτελούν τα σημαντικότερα εσωτερικά εμπόδια τα οποία περιορίζουν την ανάπτυξη μιας εταιρείας.
Στα θετικά συμπεράσματα της έρευνας το γεγονός ότι στόχος των περισσότερων εταιρειών για την επόμενη τριετία είναι να επενδύσουν στην ενίσχυσή τους με εξειδικευμένο τεχνολογικό και πάγιο εξοπλισμό και παράλληλα να προχωρήσουν στην αγορά ή τη μίσθωση νέων και σύγχρονων αποθηκευτικών χώρων με ταυτόχρονη πρόσληψη νέου κι εξειδικευμένου προσωπικού.
Η συζήτηση
Μετά την παρουσίαση των συμπερασμάτων της έρευνας από τον καθηγητή Β. Ζεϊμπέκη, ακολούθησε συζήτηση με τέσσερις παράγοντες της ελληνικής αγοράς και πιο συγκεκριμένα τους Χαράλαμπο Σκουρφούτα (ΔΕΛΤΑ), Ανέστη Μαγκανάρη (Κρι Κρι, Σέρρες), Παναγιώτη Καρακάνα (Τυροκομείο Καρακάνας, Στεφανοβίκειο Βόλου) και Λευτέρη Τσέλλο (Φάρμα Τσέλλος, Βάγια Βοιωτίας).
Η συζήτηση ανάμεσα στους τέσσερις εκπροσώπους της γαλακτοκομίας/ τυροκομίας, ανέδειξε σε πρώτο χρόνο τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν στον τρόπο αντιμετώπισης των σύνθετων ζητημάτων στη διαχείριση της ζήτησης ανάμεσα στις πολύ μεγάλες εταιρείες του κλάδου και τις μικρότερες ή τις αναπτυσσόμενες.
Ταυτόχρονα όμως ανάδειξε την κοινή σε όλους ανάγκη για περισσότερη εξωστρέφεια στη σύναψη συνεργασιών, στην αναβάθμιση του μηχανογραφικού και πληροφοριακού εξοπλισμού των επιχειρήσεων και τον όλο και μεγαλύτερο έλεγχο – με κάθε δυνατό τρόπο- της ζήτησης και της διαχείρισης αποθεμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή κερδοφορία.