Κ. Φεγγερός [Γεωπονικό] ‘Ναι’ στα πρόσθετα των ζωοτροφών
Συζήτηση με τον καθηγητή στο Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής
Καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής και συγγραφέας επιστημονικών εγχειριδίων, ο Κωνσταντίνος Φεγγερός μιλάει στο Dairy News για τις ζωοτροφές και τα συμπληρώματα με την απλή, επιστημονική και τεκμηριωμένη γλώσσα που συναντάμε σε αυτούς που γνωρίζουν καλά το αντικείμενό τους αλλά και πασχίζουν καθημερινά να βελτιώσουν τη γνώση των γεωπόνων και την ενημέρωση των κτηνοτρόφων.
Συνέντευξη & φωτογραφίες: Θανάσης Αντωνίου
Συναντήσαμε τον καθηγητή Κων/νο Φεγγερό στο γραφείο του στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας από αυτό που, κατά τεκμήριο, θεωρείται ένα από τα φλέγοντα προβλήματα των Ελλήνων κτηνοτρόφων: την τιμή των ζωοτροφών. Ο καθηγητής του Γεωπονικού Παν/μίου έχει διαφορετική άποψη και την τεκμηριώνει. «Προσωπικά δεν θεωρώ ότι οι ζωοτροφές στην Ελλάδα είναι το μείζον ζήτημα . Τα τελευταία χρόνια οι τιμές τους είναι, σχεδόν στα ίδια επίπεδα» μας λέει ο καθηγητής και εξηγεί πού εδράζεται το πρόβλημα: «Εκείνο που έχει μειωθεί είναι οι τιμές των παραγόμενων προϊόντων. Η τιμή του γάλακτος είναι χαμηλότερη σήμερα απ΄ ότι ήταν πριν π.χ. επτά χρόνια. Δυστυχώς οι κτηνοτρόφοι έχουν περιορισμένες δυνατότητες αντίδρασης στη συνεχιζόμενη πτώση, επίσης, αρνητικός παράγοντας στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των κτηνοτροφικών προϊόντων είναι η χαμηλή παραγωγική ικανότητα των εκτρεφόμενων ζώων σε συνδυασμό με τη μη ορθολογική διατροφή τους και σε πολλές περιπτώσεις με τη μη σωστή διαχειριστική πρακτική ».
Όπως και άλλοι επαγγελματίες με τους οποίους συνομιλήσαμε κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, ο Κ. Φεγγερός πιστεύει ότι η οργανωμένη, σταβλισμένη κτηνοτροφία μπορεί να κάνει πολύ καλά τη δουλειά της -από την άποψη της διατροφής- σε αντίθεση με την ‘εκτατική’ κτηνοτροφία, κυρίως την αιγοπροβατοτροφία, η οποία στηρίζεται στη βόσκηση.
Η 10χρονη κρίση που έπληξε την ελληνική κτηνοτροφία ευνόησε καθώς φαίνεται τις εισαγωγές ζωοτροφών, μια επιχειρηματική δραστηριότητα την οποία ο καθηγητής του Γεωπονικού θεωρεί αναμενόμενη. «Ζούμε σε ελεύθερη αγορά και δεν μπορούν να τεθούν περιορισμοί και απαγορεύσεις στις εισαγωγές» μας επισημαίνει. «Αν κρίνει κάποιος επιχειρηματίας ότι μπορεί να φέρει ζωοτροφή από το εξωτερικό με κόστος μικρότερο από την εγχώρια παραγωγή της, γιατί να μην το κάνει; Η χώρα έχει τις δυνατότητες να παράξει πολλές και ποιοτικές ζωοτροφές, υπάρχουν όμως δύο παράγοντες που ευνοούν τις εισαγωγές: το κόστος και το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένες ζωοτροφές που δεν μπορούν να παραχθούν (ανταγωνιστικά) στη χώρα μας, όπως η σόγια».
Για τη σόγια και τη θέση της στην παραγωγή
Σύμφωνα με τον συνομιλητή μας η σόγια είναι κατάλληλη για όλα τα είδη ζώων. Όπως μας εξηγεί η κτηνοτροφία ζητάει από κάθε τροφή αυτό που μπορεί να δώσει: θρεπτικά συστατικά κι ενέργεια. Ένα από τα βασικότερα συστατικά είναι η πρωτεΐνη και μάλιστα με όσο το δυνατόν αυξημένη περιεκτικότητα σε απαραίτητα αμινοξέα. Από τις πρωτεΐνικές τροφές φυτικής προέλευσης, αυτή που έχει στο μεγαλύτερο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η σόγια με σχεδόν πάντοτε εξασφαλισμένη τη διαθεσιμότητά της. «Αν θέλουμε να παρέχουμε σωστή τροφή που να καλύπτει όλες τις ανάγκες του ζώου, πέρα από τροφές που θα δώσουν ενέργεια, όπως καλαμπόκι, σιτάρι κ.ά. χρειαζόμαστε και τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη- άρα η σόγια είναι η πλέον πρόσφορη. Βεβαίως, έχουμε τη δυνατότητα να καταρτίσουμε ισόρροπα σιτηρέσια και με χρήση άλλων πρωτεϊνικών σπερμάτων και ιδιαίτερα για τα μηρυκαστικά ζώα, αλλά η διαθεσιμότητα τέτοιων εναλλακτικών ζωοτροφών είναι περιορισμένη».
Ο συνομιλητής μας αναγνωρίζει ότι η σόγια που διακινείται παγκοσμίως είναι μεταλλαγμένη σε ποσοστό σχεδόν 90- 95%, σύμφωνα όμως με την άποψή του αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αν κάπου έχει τις ενστάσεις του με τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα είναι ο κίνδυνος να διαταραχθεί η ισορροπία της φύσης από ένα π.χ. ανθεκτικό είδος το οποίο αν ξεφύγει από τον έλεγχο της παραγωγής, μπορεί να διαφοροποιήσει την ισορροπία της φύσης και να καταστεί κυρίαρχο έναντι άλλων. «Μερικές φορές επικεντρώνουμε σε ένα θέμα όπως η μεταλλαγμένη σόγια και ξεχνάμε ότι τα περισσότερα προϊόντα που κυκλοφορούν σήμερα έχουν υποστεί γενετική τροποποίηση- το καλαμπόκι, η ντομάτα κ.ά.».
Πρόσθετα ζωοτροφών
Η συζήτησή μας μεταφέρεται στο δεύτερο ‘καυτό ζήτημα στον κλάδο της διατροφής των γαλακτοπαραγωγών ζώων που δεν είναι άλλο από τα συμπληρώματα ή πρόσθετα κι όπως είναι φυσικό ζητάμε από τον καθηγητή, ο οποίος επί χρόνια ασχολείται ακριβώς με αυτές τις ουσίες, να μας πει τη γνώμη του.
Ο Κ. Φεγγερός μας επιβεβαιώνει ότι η μεγάλη έρευνα σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή τη στιγμή είναι επικεντρωμένη στα πρόσθετα καθώς πρόκειται για συστατικά που έχουν ιδιαίτερες ιδιότητες. «Η χορήγησή τους, ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες, μπορεί να διαφοροποιήσει τη διατροφή των ζώων. Μπορούν να διαφοροποιήσουν τη λειτουργία του πεπτικού συστήματος του ζώου προς θετική κατεύθυνση· να βοηθήσουν στο ανοσοποιητικό σύστημά τους διότι πολλά πρόσθετα έχουν αντιμικροβιακές ή αντιοξειδωτικές ιδιότητες· μπορούν να βοηθήσουν στην παραγωγή καλύτερου προϊόντος. Αν μάλιστα αναλογιστούμε και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροφής, θα πρέπει να πρέπει να σκεφτούμε πώς μέσω της διατροφής θα επιβαρύνουμε λιγότερο το περιβάλλον».
Ο καθηγητής, μας εξηγεί πως από την εκτροφών των ζώων και ειδικά των γαλακτοπαραγωγών, παράγεται μεγάλη ποσότητα αεριών θερμοκηπίου. «Σε παγκόσμιο επίπεδο η επιστήμη ασχολείται συστηματικά με το πώς χρησιμοποιώντας τεχνικές διατροφής και συνολικής διαχείρισης θα μειώσουμε την ποσότητα των εκπεμπόμενων αερίων. Κι εκεί τα πρόσθετα μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά, π.χ. υπάρχουν πρόσθετα που μπορούν να μειώσουν τη δραστηριότητα μικροοργανισμών οι οποίοι συντείνουν στην παραγωγή μεθανίου στο πεπτικό σύστημα των ζώων».
Ιδιοπαραγωγή ζωωτροφών: Ναι ή όχι;
Ο καθηγητής θεωρεί οτι το ζήτημα της ιδιοπαραγωγής ζωοτροφών είναι ένα πολύ σύνθετο το ζήτημα κι εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Εκτιμάει οτι, προκειμένου ο κτηνοτρόφος να καλλιεργήσει για να αποκτήσει αυτάρκεια ιδιοπαραγωγής ζωοτροφών, θα πρέπει πρώτα να εκτιμήσει ποια θα είναι τα λειτουργικά του έξοδα (άρδευση, μηχανήματα, καλλιεργητική φροντίδα κ.ά.), ποιο θα είναι το κόστος της παραγωγής των ιδιοπαραγόμενων προϊόντων σε σχέση με αυτά του εμπορίου.
Όπως επισημαίνει, «Στο εξωτερικό, το μοντέλο της ιδιοπαραγωγής είναι πιο συνηθισμένο αλλά εκεί οι φάρμες διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις γης σε σχέση με τον κατακερματισμένο κλήρο στην Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, τελικά, το κόστος του προϊόντος που παράγεται σε μια φάρμα διαμορφώνεται και με βάση την παραγωγικότητα των ζωών, άρα έχει πάντα ενδιαφέρον να εξετάζουμε και το τι είδους ζώα – από πλευράς γενετικού δυναμικού και ικανότητας παραγωγής- διαθέτουμε».
Κωνσταντίνος Φεγγερός
Αποφοίτησε (1981) ως Γεωπόνος-Ζωοτέχνης από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1981 έως το 1985 έκανε το διδακτορικό του στο Εργαστήριο Διατροφής (Τμήμα Ζωικής Παραγωγής) στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Ο Κωνσταντίνος Φεγγερός διορίστηκε ως ερευνητικός συνεργάτης στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής (1981-1988), και στη συνέχεια ως Λέκτορας (1988), Επίκουρος Καθηγητής (1996), Αναπληρωτής Καθηγητής (2002) και Καθηγητής (2009). Πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικών Ερευνών (2005-2007), Πρόεδρος του Τμήματος Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών (2009-2010) , Πρύτανης (2010– 2014) του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Τμήματος Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών (2017-2018) και Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρείας (από το 2008).