Η γίδα όπως και το κλήμα δεν έλειπαν από κανένα σπίτι στο Καπέσοβο. Αυτές υπήρξαν οι πιο σημαντικές πηγές ζωής που στήριξαν διαχρονικά όσους έλαχε να ζήσουν τη ζήση τους σ’ έναν τόσο δύσκολο τόπο. Η γίδα ευδοκιμούσε χάρη στο διαιτολόγιό της και τις αναρριχητικές ικανότητές της.
Το χιόνι που τόσο δυσκόλευε τους Καπεσοβίτες στο κουμάντο των ζώων τους, μόνο η γίδα το αντιπάλευε με αξιώσεις. Μόνο σε πολύ μεγάλες χιονοθύελλες και μπόια χιόνι δεν θα έβγαιναν έστω και λίγες ώρες από το κατώι και θα βοσκούσαν στα πουρναροτόπια δυτικά προς τον Βίκο.
Μπορούσαν να κατέβουν χαμηλά προς την χαράδρα σε 500-600 μέτρα χαμηλότερο υψόμετρο, όπου το χιόνι ήταν πολύ λιγότερο, να σκαρφαλώσουν σ’ ένα ζωνάρι όπου σίγουρα θα έβρισκαν κάτι να φάνε, εκτός από τα πουρνάρια που κλαρίζαμε και τους κισσούς που έτρωγαν με λαιμαργία. Σίγουρα κάτι θα έβρισκαν να βάλουν στο στόμα τους. Μπορεί να έφταναν στο σημείο να μετριούνται τα κόκκαλά τους, αλλά η γίδα δεν θα ψοφούσε από την πείνα ποτέ.
Τα πρόβατα που εκτρέφαμε δεν αποτελούσαν ξεχωριστή δραστηριότητα. Μαζί με τα γίδια στο ίδιο κοπάδι, ίδια διαχείριση στη βοσκή, στο ίδιο κατώι, άρμεγμα στο ίδιο καρδάρι, όλα ίδια. Αποκτούσαν κι αυτά τις συνήθειες της γίδας, χωρίς βέβαια να φτάνουν ποτέ τις αναρριχητικές της ικανότητες. Γι’ αυτό πάντα ήταν πολύ πιο λίγα από τα γίδια παρόλο του τα ‘αγαθά’ που προσφέρει η προβατίνα στον νοικοκύρη είναι πιο σημαντικά απ΄ αυτά της γίδας. Και το μαλλί της και το παχύ γάλα της! Την αναλογία την ήξερε κάθε νοικοκύρης. Ήταν τα ‘γιδοπρόβατά’ μας.
Το γάλα είναι η μοναδική τροφή του ανθρώπου όταν έρχεται στον κόσμο και για τον Καπεσοβίτη η κύρια διατροφή για όλη του τη ζωή. Υπήρξε το αγαθό που εξασφάλιζε με πολύ κόπο βέβαια, αλλά η αξιοποίησή του, όπως και των υποπροϊόντων του, συνέβαλλε καθοριστικά στο διαιτολόγιό του. Το γάλα ‘τρίφτα’ ήταν κατά κανόνα το πρωινό των παιδιών, πολλές φορές και το βραδινό. Κι όταν τα γίδια στέρευαν τον Σεπτέμβριο, γι’ αυτό είχαμε και τη γελάδα που είχε τους δικούς της κύκλους κύησης και γαλακτοφορίας. Το κουρκούτι, το γάλα με λίγο αλεύρι, η κρέμα δηλαδή που κάναμε για τη γαλατόπιτα, ήταν πολύ συνηθισμένη εναλλακτική λύση για πρωινό, το δε ρυζόγαλο που γινόταν με τις σουπιέρες κάλυπτε την ανάγκη μας για ‘κάτι γλυκό’.
Το γιαούρτι ήταν ανέλ’ που στο σπίτι και ήταν η περίπτωση που αρμέγαμε τα πρόβατα ξεχωριστά από τα γίδια. Το πρόβειο το γιαούρτι ήταν έκδηλα καλύτερο. Γένονταν κούτσουρο! Το γαλοτύρι που το κάναμε με τα τελευταία αρμέγματα του Σεπτεμβρίου που ήταν λιγοστό και πολύ παχύ, ήταν πολύ νόστιμη πρόταση για κολατσιό το χειμώνα με πυρωμένες φέτες ψωμί που αραδιάζαμε όρθιες κοντά στην καρβουνιά του τζακιού.
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηπειρώτη φιλολόγου, ξενοδόχου και συγγραφέα Θουκυδίδη- Παντελή Παπαγεωργίου, «Ακριβά κερδισμένη ζωή- Η αγροτική οικονομία στο Καπέσοβο» (Εκδόσεις Ζαγόρι, 2015), στο οποίο παρουσιάζει την ορεινή ηπειρώτικη οικονομία του χωριού Καπέσοβο του Δήμου Ζαγορίου.
Κεντρική φωτογραφία του Manuel Baud Bovy από το βιβλίο του «Αρχιτεκτονική στα Ζαγόρι: Καπέσοβο και άλλα γειτονικά χωριά», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.