Την τροπολογία που αφορά στη ρύθμιση μείωσης του κόστους ρεύματος για τους αγρότες και για την ενεργοβόρο βιομηχανία κατέθεσε, χθες (14/3), στην Βουλή ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης.
Χαρακτηρίζοντάς την ως απολύτως αναγκαία για την παραγωγική ικανότητα της χώρας, κατά τα επόμενα χρόνια, περιέγραψε, αναλυτικά, τα οφέλη που θα αποκομίσουν οι αγρότες που θα ενταχθούν στη ρύθμιση, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Απριλίου 2024.
Στα σημαντικότερα εξ’ αυτών συμπεριλαμβάνεται η εξασφάλιση χαμηλότερων τιμών ρεύματος, μεσομακροπρόθεσμα, για τους αγρότες και η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών τους.
Πρωτολογία
Ακολουθούν τα βασικά σημεία από την πρωτολογία και τη δευτερολογία του κ. Σκυλακάκη, στην Ολομέλεια της Βουλής:
«Στη ρύθμιση μείωσης του κόστους ρεύματος για τους αγρότες και για την ενεργοβόρο βιομηχανία, στην ουσία χρησιμοποιούμε δύο εργαλεία: τον ηλεκτρικό χώρο και τις περικοπές, για να εξασφαλίσουμε χαμηλότερες τιμές ρεύματος, μεσομακροπρόθεσμα, στους αγρότες και στην ενεργοβόρα βιομηχανία.
Γιατί χρειάζεται να το κάνουμε αυτό; Στην περίπτωση των αγροτών υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση στον πρωτογενή τομέα από πλευράς κόστους. Παράλληλα, σοβαρό πρόβλημα αποτελούν τα υψηλά χρέη, που ανεβάζουν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος των αγροτών. Όταν υπάρχουν μεγάλα ληξιπρόθεσμα χρέη, οι πάροχοι που λειτουργούν στην ιδιωτική αγορά “ντεφάκτο” χρεώνουν υψηλότερες τιμές, καθώς δεν εισπράττουν αυτά τα χρέη. Γι’ αυτό και κομμάτι της τροπολογίας είναι η ρύθμιση αυτών των ληξιπρόθεσμων χρεών. Κάτι που θεωρώ ότι δεν έχει γίνει από τότε που παρακολουθώ τα θέματα ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ρύθμιση είναι πολύ μακροχρόνια και έχει μηδενικό επιτόκιο. Είναι μία εξαιρετικά ευνοϊκή ρύθμιση -και επιτρέπει στους παρόχους και κατά κύριο λόγο στη ΔΕΗ που έχει τις περισσότερες αυτές παροχές- να μπορέσουν να κάνουν μία καλή προσφορά. Τα 9,3 λεπτά ανά κιλοβατώρα, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν ούτε ως μηνιαία προσφορά, παρά το γεγονός ότι έχουμε μία πολύ ευνοϊκή περίοδο για το ηλεκτρικό ρεύμα αυτό το χρονικό διάστημα.
Σε σχέση με το σχόλιο ότι ο ηλεκτρικός χώρος είναι κοινόχρηστος. Δεν είναι ακριβώς κοινόχρηστος. Έχει σοβαρό κόστος για να τον δημιουργήσεις. Δεν είναι δηλαδή κάτι που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και είναι κοινής χρήσης. Έχει πολύ μεγάλο κόστος. Και η προτεραιοποίηση αυτή είναι αναγκαία για να κρατήσουμε την παραγωγική μας βάση και στον πρωτογενή τομέα και στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες έχουν την εξής πολύ σοβαρή δυσκολία: υπάρχουν μεγάλες επιδοτήσεις που έκαναν, τον τελευταίο χρόνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκές χώρες στην ενεργοβόρο βιομηχανία τους. Και είναι ανάγκη να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα, δίνοντας το εργαλείο του ηλεκτρικού χώρου κατά προτεραιότητα στις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Αυτή η προτεραιότητα επιτρέπει και είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν καλές προσφορές από τους παρόχους. Ως τώρα οι υφιστάμενοι, αυτοί που είχαν δυνατότητα και είχαν ηλεκτρικό χώρο στη διάθεσή τους, δεν έχουν προχωρήσει σε ευνοϊκές διμερείς συμβάσεις προς τη βιομηχανία.
Αντιθέτως, η βιομηχανία παραπονιέται ότι δεν υπάρχει διάθεση από τους παραγωγούς να προσφέρουν αυτές τις διμερείς συμβάσεις, γι’ αυτό και λαμβάνουμε αυτή την πρωτοβουλία.
Συγκεκριμένα για τη βιομηχανία λάβαμε την εξής προτεραιότητα: Καταρχάς, οι υφιστάμενες διμερείς συμβάσεις προηγούνται (που έχουν αντανάκλαση σε υφιστάμενα έργα ΑΠΕ), διότι θα ήταν παράλογο να κάνουμε ένα μέτρο για τη βιομηχανία και οι βιομηχανίες που, ήδη, εξυπηρετούνται να αντιμετωπιστούν πιο αρνητικά από τις υπόλοιπες.
Και έπειτα δίνουμε σε όλη την κατηγορία Α και Β, με την “λογική” του ποιος θα συνάψει πρώτος μια τέτοια διμερή σύμβαση. Ωστόσο, αν έχουμε υπερβολικό αριθμό συμβάσεων, τότε θα βάλουμε ως κυρίαρχο κριτήριο το χρόνο ηλεκτροδότησης. Όσο πιο γρήγορα ηλεκτροδοτήσεις τόσο νωρίτερα θα ξεκινήσουν οι συμβάσεις και τόσο το νωρίτερο θα υπάρξει ανταγωνιστικότητα.
Αυτή είναι η βασική φιλοσοφία της ρύθμισης, η οποία είναι απολύτως αναγκαία για την παραγωγική μας ικανότητα στα επόμενα χρόνια».