Γαλακτοκομικά: Έξι δεκαετίες μάχη για το κόστος παραγωγής

Εξήντα χρόνια πριν, το 1965,  το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να ελέγξει το υψηλό κόστος παραγωγής βασικών διατροφικών προϊόντων και να άρει θεσμικά και λειτουργικά εμπόδια που δυσχέραιναν τη διακίνησή τους εντός της ελληνικής επικράτειας. Η προσπάθεια φαίνεται πως συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, υπό άλλες συνθήκες βέβαια, αλλά με το πρόβλημα του κόστους να παραμένει τραγικά επίκαιρο. Η φέτα, πάντως, ήταν ακριβή και τότε!
Επιμέλεια: Θανάσης Αντωνίου

 

Εδώ και περίπου 15 χρόνια ο ελληνικός λαός δίνει μια δύσκολη μάχη για την εξασφάλιση των τροφίμων του σε τιμές που να μπορεί να αντέξει υπό τις ακραίες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην ελληνική οικονομία εξαιτίας της μεγάλης κρίσης που ξέσπασε το 2010. Η μάχη αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη κι έγινε ακόμα δυσκολότερη την τελευταία τριετία εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων που ταλαιπωρούν την Ευρώπη στο σύνολό της και την Ελλάδα ειδικότερα.


Μεταξύ 1958 και 1964 σημειώθηκαν τρεις διαδοχικές αυξήσεις της τιμής της φέτας. Η τρίτη και ισχυρότερη μεταξύ 1963 και 1964 ήταν της τάξης του 19%.


Η πανδημία του κορωνοϊού το 2020, οι πόλεμοι στην Ουκρανία το 2022 και τη Μέση Ανατολή το 2023, η εκτίναξη των τιμών ενέργειας και οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο έχουν διαμορφώσει (και) στην Ελλάδα ένα δυστοπικό σκηνικό εκρηκτικών ανατιμήσεων από τη μια πλευρά και απέλπιδων προσπαθειών συγκράτησης των τιμών από την άλλη.

Η αποδεδειγμένη πλέον εμφάνιση και λειτουργία φαινομένων ‘καρτέλ’ στα καταναλωτικά προϊόντα, οι συνεχείς αλλά αποτυχημένες προσπάθειες παρέμβασης της πολιτείας και οι εκκλήσεις όλων των πλευρών για αυτοσυγκράτηση στη σύγχρονη «ζούγκλα» του λιανεμπορίου δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος που έχει προκύψει.

Τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα

«Υπεβλήθηκε πλήρης μελέτη δια την οργάνωσιν της παραγωγής και εμπορίας των κυριωτέρων γαλακτοκομικών προϊόντων» μας πληροφορεί το Βήμα της Παρασκευής 15 Οκτωβρίου 1965 (Σελ.7) στο οποίο παρουσιάζεται η μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Η μελέτη είχε παραγγελθεί, όπως κι αρκετές άλλες εκείνη την περίοδο από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.

Επρόκειτο, όπως μας πληροφορεί το σχετικό δημοσίευμα για έρευνες/ μελέτες με στόχο την κατάρτιση ολοκληρωμένων μελετών για το κόστος και την οργάνωση του εμπορίου των κυριότερων γεωργικών προϊόντων. Την προσπάθεια είχε αναλάβει το υπουργείο Συντονισμού το οποίο απέβλεπε «εις την αναλυτικήν διάγνωσιν της υφιστάμενης καταστάσεως κατά κλάδους και υπόδειξιν των ενδεδειγμένων μέτρων δια την άρσιν των τυχόν θεσμολογικών και λειτουργικών εμπορίων τα οποία δυσχεραίνουν την διακίνησιν των προϊόντων, αυξάνουν αδικαιολογήτως το κόστος εμπορίας και, συνεπώς, επιβαρύνουν υπερμέτρως τους καταναλωτάς».

60 χρόνια εκπονούνταν μελέτες για τα γαλακτοκομικά σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το κόστος παραγωγής τους

 

Φέτα: Πανάκριβη και τότε…

Το πρώτο από τα προϊόντα που εξετάστηκαν στη μελέτη του ΚΕΠΕ ήταν η φέτα η οποία τότε αποτελούσε απλώς ένα από τα λευκά τυριά που παρήγαγε και κατανάλωνε η χώρα με το σύνολο σχεδόν της παραγωγής της να καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά και χωρίς τον ΠΟΠ προσδιορισμό που προέκυψε 30 χρόνια μετά.

Η μελέτη αποκαλύπτει ότι μεταξύ των ετών 1958 και 1964 σημειώθηκαν τρεις διαδοχικές αυξήσεις της τιμής του προϊόντος. Η πρώτη μεταξύ 1958 και 1960 κατά 12 η οποία προκλήθηκε, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ εξαιτίας της απότομης πτώσης των εισαγωγών. Η δεύτερη αύξηση μεταξύ 1960 και 1962 κατά 14% «οφείλεται κατά κύριον λόγον εις την ισχυράν αύξησιν της ζητήσεως».

Η τρίτη και ισχυρότερη αύξηση της τιμής της φέτας πραγματοποιήθηκε μεταξύ Δεκεμβρίου 1963 και Δεκεμβρίου 1964 κατά 19%. Η αύξηση αυτή προκλήθηκε, σύμφωνα με τη μελέτη του ΚΕΠΕ εξαιτίας δύο λόγων: α) από τη στασιμότητα αρχικά και την πτώση στη συνέχεια της εγχώριας παραγωγής και της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης και β)  «εις την αύξησιν της τιμής του γάλακτος εις τον παραγωγού λόγω καθορισμού υψηλών τιμών ασφαλείας».

Όσο αφορά το υψηλό κόστος παραγωγής των τυροκομιών προϊόντων, η μελέτη του ΚΕΠΕ εξέτασε τα συνεταιριστικά εργοστάσια τα οποία την εποχή εκείνη είχαν μεγάλο μερίδιο αγοράς αλλά  και ιδιωτικά τυροκομεία της εποχής και διαπίστωσε ότι το κόστος τυροκόμησης είχε εκτιναχθεί. Γιατί όμως;

Εργαζόμενος στο εργοστάσιο παστερίωσης γάλακτος του συνεταιρισμού ΑΣΠΡΟ΄ στον Ασπρόπυργο, δεκαετία 1950 (συλλογή Ακριβής Φυλαχτού), Πηγή Αρτέμιος Φιλάτωβ. Από το: Ηρακλής Φασουράκης, Συνεταιριστική Βιομηχανία Γάλακτος Αγελαδοτρόφων Ασπρόπυργου, ΑΣΠΡΟ΄, στο Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ., Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής  (www.vidarchives.gr/reports/2023_04_2589)

 

Παραγωγή & εμπορία: Διαφορές με σήμερα

Η μελέτη επισημαίνει ένα πρόβλημα το οποίο στις μέρες μας θεωρείται θετικό στοιχείο για τη μείωση του κόστους παραγωγής γαλακτοκομιών προϊόντων ενώ εκείνη την εποχή αποτελούσε αρνητικό παράγοντα. Διαβάζουμε λοιπόν στο Βήμα του 1965: «τα συνεταιριστικά εργοστάσια γάλακτος κτίζονται συνήθως με δυναμικότητα μεγαλυτέραν της υπό των οικονομικών δεδομένων επιβαλλομένης τοιαύτης και παρά την αντίθετον γενική αντίληψιν δεν υπάρχουν σημαντικαί οικονομίαι κλίμακος εις την τυροκομίαν».

Φαίνεται λοιπόν πως τη δεκαετία του 1960 η μικρή κλίμακα παραγωγής κι επεξεργασίας γάλακτος είναι πιο συμφέρουσα στην Ελλάδα κι αυτό συνδέεται ασφαλώς με τη μεγάλη διασπορά της παραγωγής του γάλακτος, διασπορά η οποία ευνοεί τα μικρά και μεσαίου μεγέθους τυροκομεία κι όχι τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες.


Το 1964, δύο από τις κορυφαίες γαλακτοβιομηχανίες βιομηχανίες της χώρας, η ΕΒΓΑ (Αθήνα) η οποία είχε συμπληρώσει 30 χρόνια ζωής και η συνεταιριστική ΑΣΠΡΟ΄ (Ασπρόπυργος), παρουσίαζαν ζημίες: η πρώτη ύψους 10 εκατ. δραχμών και η δεύτερη 30 εκατ. δρχ.


Αντίστοιχα «προβλήματα» διαπιστώνει η έρευνα και τον κλάδο της εμπορίας η οποία εκείνο το διάστημα βρισκόταν στα χέρια τόσο των μεμονωμένων τυροκόμων οι οποίοι λειοτυ4ργούσαν και ως έμποροι οι ίδιοι τυροκομιών όσο και στα χέρια τυρεμπόρων που είχαν την έδρα τους στην Αθήνα και σε μεγάλα αστικά κέντρα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της δεκαετίας του 1960, το περιθώριο μικτού κέρδους για τον βιοτέχνη τυροκόμο ήταν 12% ενώ το αντίστοιχο περιθώριο του τυρεμπόρου ήταν μόλις 5-6%.

«Τοιουτοτρόπως κάθε τυρέμπορος ‘εξαναγκάζεται’ να γίνει και τυροκόμος. Το φαινόμενον τούτο είναι αντιοικονομικόν διότι αντί να έχωμεν καλώς οργανωμένους και μεγάλης κλίμακος τυρεμπόρους (ειδίκευσις), έχομεν πολλούς μικρούς και ανοργανώτους τυροκόμους- εμπόρους». Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται αναδιάρθρωση των επιτρεπόμενων περιθωρίων μικτού κέρδους με στόχο να επέλθει πλήρης διαχωρισμός τυροκόμων και τυρεμπόρων. Μια διαπίστωση η οποία σήμερα τουλάχιστον έχει απορριφθεί καθώς όλο και περισσότεροι τυροκόμοι αναζητούν διέξοδο προς την αγορά με τα δικά τους μέσα.

60 χρόνια πριν, το κόστος παραγωγής του γάλακτος στην Ελλάδα είναι πρώτο θέμα συζήτησης. Η πολιτεία καλείτο να στηρίξει την πρωτογενή παράγωγη- φυσικά δεν το έκανε ποτέ

 

Τιμή γάλακτος: Αναντιστοιχία και τότε

Πριν από 60 χρόνια η τιμή του γάλακτος, ειδικά του πρόβειου, ήταν μείζον ζήτημα για τον κτηνοτροφικό κλάδο καθώς όπως διαβάζουμε στο Βήμα του 1965, οι συνεταιριστικές οργανώσεις αιτούνται αναπροσαρμογή της καθηλωμένης τιμής του γάλακτος και καταθέτουν στην κεντρική εξουσία υπομνήματα. «Ήδη, κατά το τελευταίον χρονικόν διάστημα εξεδηλώθησαν εις πολλά επαρχιακά κέντρα απεργίαι των γαλακτοκομικών συνεταιρισμών» αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα κι ενημερώνει για κινήσεις συνεταιριστών αλλά και γαλακτοβιομηχάνων.

Οι τελευταίοι επισκέφτηκαν στις 14 Οκτωβρίου 1965 το υπουργείο Εμπορίου «και εξέθεσαν τας υφισταμένας δυσχερείας εξακολουθήσεως των εργασιών των υπο το υφιστάμενον κοστολόγιον».

Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο από τις κορυφαίες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, η ΕΒΓΑ των αδελφών Σουραπά η οποία είχε συμπληρώσει το 1964 ακριβώς 30 χρόνια ζωής και η συνεταιριστική βιομηχανία ΑΣΠΡΟ΄ με έδρα τον Ασπρόπυργο, παρουσίαζαν αμφότερες ζημίες: η πρώτη είχε παθητικό για τη χρήση του 1964 ύψους 10 εκατ. δραχμών και η δεύτερη 30 εκατ. δρχ.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το βιομηχανικό κόστος για την Αττική ανερχόταν σε 6,5 δρχ./ κιλό αγελαδινού γάλακτος ενώ στην περιφέρεια ήταν περίπου 1,5 δρχ./ κιλό, οι τιμές των ζωοτροφών υψηλές για τις δυνατότητες των μικρών παραγωγών, με τις οργανώσεις των αγελαδοτρόφων, ήδη από τότε, να θεωρούν ότι «η εκμετάλλευσις γαλακτοφόρων αγελάδων αποβαίνει ασύμφορος δια τους παραγωγούς».

Καταχώριση της ΑΣΠΡΟ΄. Από το: Ηρακλής Φασουράκης, Συνεταιριστική Βιομηχανία Γάλακτος Αγελαδοτρόφων Ασπρόπυργου, ΑΣΠΡΟ΄, στο Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ., Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (www.vidarchives.gr/reports/2023_04_2589). 

 

Έξι δεκαετίες αργότερα

Έξι δεκαετίες πριν κανείς στο κύκλωμα της παραγωγής και της μεταποίησης γάλακτος δεν φαίνεται να είναι ικανοποιημένος στην Ελλάδα, με τους κτηνοτρόφους να θέτουν τα πιο καίρια και «καυτά» ζητήματα. Αν και αναγνωρίζεται απ’ όλες τις πλευρές ότι υπάρχει ανάγκη για αύξηση της τιμής του γάλακτος στον παραγωγό, εντούτοις ο φόβος για μια πιθανή αύξηση της τελικής τιμής στον καταναλωτή καθηλώνει όλους τους παίκτες στην αγορά γάλακτος και… καθυστερεί τις εξελίξεις.

Όπως διαβάζουμε η πολιτική της επιδότησης είναι μια από τις λύσεις που προτείνονται προς την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, όπως οι σημερινές αλλά αμφιβόλου αποτελεσματικότητας λύσεις τύπου ‘καλάθι της νοικοκυράς’, εντούτοις το πρόβλημα του υψηλού κόστους της παραγωγής παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960- αυτό ήταν μια από τις αιτίες για το γεγονός ότι καμία από τις δύο προαναφερθείσες γαλακτοβιομηχανίες δεν λειτουργεί σήμερα

You might also like