Η ευκαιρία της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα
Δίχως αμφιβολία η αιγοπροβατοτροφία συγκαταλέγεται στους πλέον σημαντικούς τομείς της ευρύτερης πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας, με πολλαπλή βαρύτητα όσο και συμβολή στην συνολικότερη ισορροπία της υπαίθρου, παρέχοντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα σε αγροτικές οικογένειες που βρίσκονται διάσπαρτες στην χώρα μας. Την ίδια στιγμή εξασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την αυτάρκεια σε πάσης φύσεως προϊόντα κτηνοτροφίας, διατηρώντας τη βιωσιμότητα της μεταποιητικής βιομηχανίας, προσφέροντας πλήθος από ποιοτικά προϊόντα.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η αιγοπροβατοτροφία σήμερα, αποτελεί πρωτίστως μια παραδοσιακή μορφή κτηνοτροφίας, η οποία -απλά- έχει προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει το εγχώριο μικροκλίμα, γεγονός που… μεταφράζεται σε πλήρη αξιοποίηση των υφιστάμενων βοσκοτόπων, καθώς επίσης και ενός αξιοπρόσεκτου αριθμού από εκτάσεις που κρίνονται εντελώς ακατάλληλες για καλλιέργεια.
Όπως συμβαίνει και στους περισσότερους τομείς της επιχειρηματικής / επαγγελματικής ζωής στην Ελλάδα, έτσι και οι αντίστοιχες αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις διακρίνονται από μικρό μέγεθος, συνήθως κινούνται γύρω από την οικογένεια, ενώ στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ξεχωρίζει η διαφοροποίηση σε πολλές πτυχές της δραστηριοποίησής τους, που εκκινούν από το ίδιο το ζωϊκό κεφάλαιο και καταλήγουν στην παραγωγικότητα και τον βαθμό του εξοπλισμού.
Μεικτή εικόνα στα μεγέθη
Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται πως ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, γεγονός που φαίνεται πως βρίσκει εφαρμογή και στον τομέα της εγχώριας αιγοπροβατοτροφίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με πρόσφατα στοιχεία που αφορούν την τελευταία καταγράφεται μια κάμψη σε επίπεδο εκμεταλλεύσεων, ενισχυμένα είναι τα μεγέθη του αριθμού των προβάτων σε αντίθεση με τα κατσίκια που εμφανίζονται λιγότερα εν συγκρίσει με προηγούμενα έτη.
Την ίδια στιγμή έχει επισημανθεί μία εντεινόμενη τάση που σχετίζεται με την εγκατάσταση καινούριων όσο και εντατικών εκμεταλλεύσεων πρωτίστως σε πεδινές περιοχές, οι οποίες με τη σειρά τους παράγουν ζωοτροφές με απώτερο σκοπό να καλυφθούν οι ανάγκες των ζώων που εκτρέφονται εκ μέρους των εγχώριων κτηνοτρόφων. Επιπροσθέτως, η παραγωγή του κρέατος δείχνει να αντέχει, κάτι που δεν συμβαίνει ωστόσο και με το γάλα. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως τόσο το μέσο εισόδημα όσο και η αντίστοιχη κερδοφορία των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων εμφανίζονται συρρικνωμένα τα τελευταία χρόνια.
Πραγματικότητα στην οποία φυσικά έχουν συμβάλλει τα μέγιστα και οι επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και ο ευρύτερος κρατικός παρεμβατισμός. Μια ακόμη παρενέργεια της οικονομικής κρίσης έγκειται και στην μεταβολή του τύπου των εκμεταλλεύσεων. Έτσι, λοιπόν, το κόστος των ζωοτροφών καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό των παραγωγικών δαπανών του κλάδου.
Αναλυτικότερα, μπορεί οι κτηνοτρόφοι να καταβάλουν σαφώς χαμηλότερα ποσά για την αγορά ζωοτροφών, ωστόσο ολοένα και περισσότεροι εξ’ αυτών έχουν στραφεί προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας και παραγωγής ζωοτροφών δια μέσω της ίδιας της εκμετάλλευσης. Μάλιστα, κατ’ αυτό τον τρόπο τα οικονομικά δεδομένα μπορούν να μεταβληθούν προς το καλύτερο, διασφαλίζοντας την οικονομική βιωσιμότητα της ίδιας της εκμετάλλευσης.
Πλούτος τοπικών φυλών
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αιγοπροβατοτροφίας στην πατρίδα μας είναι η έντονη βιοποικιλότητα σε συνδυασμό με τον πραγματικά μεγάλο αριθμό τοπικών φυλών και πληθυσμών προβάτων και κατσικιών. Στοιχεία, που συμβάλλουν στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας η οποία και βελτιώνει το εισόδημα των κτηνοτρόφων, συνδυάζοντας την παραγωγή και το περιβάλλον με την κατάλληλη διαχείριση των γενετικών πόρων. Αν μη τι άλλο, κάθε φυλή αποτελεί το φυσικό πόρο που με τη σειρά της αξιοποιείται σε ένα καθορισμένο παραγωγικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, θεωρείται και ως το προϊόν μακροχρόνιων πρακτικών επιλογής και βελτίωσης μέσα στο παραγωγικό σύστημα στο οποίο και εκτρέφεται.
Στις σημερινές συνθήκες όπου η κοινωνία δείχνει να υιοθετεί περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον συστήματα παραγωγής, αλλά και οι επιπτώσεις που επιφέρει η κλιματική αλλαγή δρουν άμεσα όσο και καταλυτικά τόσο στα πρότυπα όσο και στα κριτήρια επιλογής των ίδιων των φυλών αιγοπροβάτων. Λαμβάνοντας αυτό υπόψιν, θα πρέπει να επισημανθεί πως οι πρακτικές διαχείρισης και επιλογής παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον, καθώς συνδέονται άμεσα με τις προσδοκίες των ίδιων των κτηνοτρόφων. Ταυτόχρονα, αποτελούν βασικό “γρανάζι” του παραγωγικού συστήματος, αλλά και συνδετικό κρίκο μεταξύ του συστήματος εκτροφής και του παραγόμενου προϊόντος.
Αρκούντως σημαντικό κρίνεται το γεγονός πως στους παράγοντες που αναμφίβολα συντελούν στην επιτυχημένη πορεία και κατάληξη μιας συλλογικής προσπάθειας πιστοποίησης τυπικού προϊόντος ζωικής προέλευσης, ξεχωρίζουν η αναγνώριση της αναγκαιότητας για την πιστοποίηση, αλλά και η ύπαρξη αρχικού ενδιαφέροντος, η ανίχνευση και η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ίδιου του προϊόντος που με τη σειρά τους συνήθως στηρίζονται στην ιδιαιτερότητα της φυλής και του παραγωγικού
συστήματος, η ύπαρξη ή ακόμη και δημιουργία της απαιτούμενης αγοράς, καθώς επίσης η οργάνωση των διαδικασιών ελέγχου και η πιστοποίηση από κάποια δημόσια αρχή. Με βάση τα όσα λαμβάνουν χώρα στην ελληνική αιγοπροβατοτροφία, προκύπτει πως απαιτείται η αναγκαιότητα για την ενίσχυση της συλλογικής οργάνωσης ανά περιοχή, με την παράλληλη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου για την επίλυση των διενέξεων μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων.
Ερωτήματα και ευκαιρίες
Ποιοι, όμως, είναι οι βασικοί περιορισμοί και προβλήματα που θέτουν εμπόδια στην ομαλή δραστηριοποίηση των κτηνοτρόφων στη χώρα μας; Αρχικά είναι το κόστος μεταφοράς της πρώτης ύλης, ακολουθεί η παντελής απουσία οργανωμένης στρατηγικής, αλλά και πρακτικών εμπορίας και προώθησης τοπικών πιστοποιημένων προϊόντων, ενώ δεν λείπει και η διαχείριση των βοσκοτόπων.
Τέλος, αναφορικά με τις κινήσεις που θα πρέπει να λάβουν άμεσα χώρα δεν είναι άλλες από την προώθηση της εκτατικής κτηνοτροφίας, την καθιέρωση του αγροτουρισμού, καθώς επίσης και τη βελτίωση των υποδομών στις ορεινές περιοχές. Δεδομένα που μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην περαιτέρω ενίσχυση του κλάδου, με το ταυτόχρονο “άνοιγμά” του σε νέες αγορές και ευκαιρίες. Π.Μ.
Δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του Dairy News, Μάρτιος 2016.